Η Μαίρη Κόντζογλου μιλάει στη Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, για τις «Μαγεμένες»

Πόσοι από μας γνωρίζουν για τα Είδωλα, τις Μαγεμένες, που κλάπηκαν από τους Γάλλους για να ταξιδέψουν και να εγκατασταθούν στο Μουσείο του Λούβρου; Φυσικά η αρπαγή έγινε για το καλό τους, για να γλιτώσουν προστατευτούν από τους βάνδαλους σκλάβους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Μετά την παρουσίαση του βιβλίου της στην Κατερίνη, μιλήσαμε για τις «Μαγεμένες» και για πολλά ακόμη που δεν γνωρίζουμε.

Ε: Κυρία Κόντζογλου ευχαριστώ για την συνέντευξη που μου δίνετε για λογαριασμό του Bookia. Από την Καππαδοκία επιστροφή στην Θεσσαλονίκη. Οι άγνωστες Μαγεμένες με μάγεψαν. Πείτε μας πώς ξεκίνησε τούτο το ταξίδι πίσω στον χρόνο;

Εγώ σας ευχαριστώ. To ταξίδι αυτό , μαγικό όπως καταλαβαίνετε κατ’αρχή για μένα, ξεκίνησε από την στιγμή που έμαθα για την ύπαρξη του μνημείου, την Στοά των Ειδώλων ή Μαγεμένες. Ήταν το 2010 ίσως, ή το ’11. Το κατέγραψα στα «θέματα προς διερεύνηση» και όταν τέλειωσα τη συγγραφή των ΠΑΛΙΩΝ ΑΣΗΜΙΩΝ, καθώς ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ  είχαν επανέλθει στην επικαιρότητα γιατί θα έφερναν τα αντίγραφα να τα εκθέσουν στη ΔΕΘ, αποφάσισα να ασχοληθώ.

Ε: Έχετε αποδείξει ότι δεν φοβάστε να αναμετρηθείτε με την ιστορία παρά τις όποιες δυσκολίες που εμφανίζονται στην πορεία της συγγραφής. Η έρευνα που έχετε κάνει στις «Μαγεμένες» πόσο χρονικό διάστημα κράτησε  και ποιο είναι το μήνυμα  θέλετε να δώσετε στο αναγνωστικό κοινό μ’ αυτό σας το βιβλίο;

Αγαπώ να μαθαίνω, μακάρι να μπορώ να μαθαίνω πράγματα μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής μου. Η Ιστορία είναι μια τεράστια δεξαμενή γνώσης. Η ιστορική έρευνα , σ’αυτό το βιβλίο, δεν κράτησε πολύ γιατί η πηγή για το γεγονός της πηγής είναι η εξής μία: Τα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ του Απόστολου Βακαλόπουλου. Όμως για να γράψεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα, για να αποδώσεις σωστά την εποχή, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα ήθη, τα έθιμα πρέπει να κάνεις και εθνολογική μελέτη – σ’αυτό το βιβλίο μιλάω για τους Εβραίους της Σαλονίκης -,  να ασχοληθείς με τις θρησκείες, εδώ μιλάμε για «Την πόλη που πίστευε σε τρείς θεούς», κοινωνιολογικές μελέτες κλπ. Η έρευνα κράτησε όσο και η συγγραφή,18 μήνες. Πάντα μελετώ όσο γράφω.Τα μηνύματα… Ξέρετε , όταν γράφω δεν θέλω να περάσω τίποτα και σε κανένα. Ποτέ δεν με απασχολεί αυτό, δεν ξέρω καν αν είμαι άξια να δώσω μηνύματα.Παρ’ όλα αυτά, όταν το βιβλίο ολοκληρώνεται, βγαίνω από τη ‘μέθη’ της συγγραφής και καταλήγω –μέσα μου- για ποιο πράγμα μιλάει. Λοιπόν, θα έλεγα πως ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ – Las Incantadas είναι ένα βιβλίο για την λευτεριά, κάθε είδους λευτεριά. Και για την αξία της ιστορικής μνήμης. Όπως το έχει πει και ο Σεφέρης – μετά από αυτόν τι να πούμε εμείς;- «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».

Ε: Οι ήρωες σας, ο Νικόλας και η Χάννα ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες αλλά τους ενώνει η αγάπη για την πατρίδα και την ιστορία της. Είναι οι ήρωες που  εκπροσωπούν τον λαό που θέλουν να φύγουν από τον ραγιαδισμό και για να το καταφέρουν θέλουν να  προφυλάξουν την ιστορία τους;

Είναι οι ήρωες που, χωρίς να ξέρουν την παραπάνω ρήση του Σεφέρη (και πώς θα ήταν δυνατόν;) «πολεμάνε» για την λευτεριά. Η λευτεριά αυτή όμως δεν είναι μόνο σωματική, δεν είναι μόνο επιθυμία να απαλλαγούν από τους Τούρκους. Είναι και η ατομική αποδέσμευση από κανόνες και ήθη που τους κρατούν – και τους δυο-  σε μια θέση που δεν έχουν διαλέξει οι ίδιοι. Ο Νικόλας, σαν άνδρας,  είναι κάπως πιο … μονολιθικός. Θέλει την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Έμμεσα και ασυνείδητα όμως προσπαθεί να απαλλαγεί και από τα κοινωνικά δεσμά που δεν του επιτρέπουν να αισθανθεί αντάξιος της αγαπημένης του. Η Χάννα, σαν γένους θηλυκού, σαν Εβραία, σαν γυναίκα της συγκεκριμένης εποχής, ‘διανύει’ μεγάλη απόσταση. Εκείνη είναι η μεγάλη επαναστάτρια. Εκείνη πρέπει να δώσει κάθε στιγμή μάχη για να αναγνωρισθεί η ύπαρξή της σαν Άτομο.

Ε: Πιστεύετε ότι αν γνωρίζαμε την ιστορία μας και φυλούσαμε την πολιτιστική μας κληρονομιά ως κόρη οφθαλμού δεν θα πέφταμε στα ίδια ιστορικά λάθη;

Όχι, δεν το πιστεύω. Αυτοί που ασχολούνται με την πολιτική, περισσότερο ή λιγότερο έχουν κάποιες σχετικές σπουδές. Και όμως…Αλλά την πολιτιστική μας κληρονομιά – και όχι μόνο τα αντικείμενα, αλλά και τις ιδέες , τις αξίες, την γλώσσα, την ιστορία – εννοείται πως πρέπει να την κρατήσουμε. Διαφορετικά είμαστε χαμένοι.

Ε: Από την εποχή των «Μαγεμένων» ο λαός μας πίστευε ότι μόνο αν οι μεγάλες δυνάμεις το αποφασίσουν , μόνο τότε θα ελευθερωθεί η υπόλοιπη Ελλάδα». Αυτό ισχύει δυστυχώς και σήμερα όσο και να μην θέλουμε να το παραδεχτούμε. Τελικά νιώθουμε ακόμη ραγιάδες παρόλη την μόρφωση που έχουμε πάρει ή θέλουμε την ασφάλεια των μεγάλων ώστε να επαναπαυόμαστε;

Δεν ξέρω αν είναι ραγιαδισμός ή μια νωχέλεια και ‘πολιτική νωθρότητα’ που μας χαρακτηρίζει. Εμείς θέλουμε να αράζουμε και να πίνουμε καφέδες και ένας πολιτικός ή ένα κόμμα να αναλάβει να μας πάει πολύ ψηλά. Γενικώς, ψηλά… Κανείς δεν προσπαθεί να αλλάξει ή να βελτιώσει τον εαυτό του, μόνο τα κουσούρια του διπλανού βλέπει. Εξ αυτού, όσο πιο λαϊκιστής ένας πολιτικός που υπόσχεται την Ελλάδα- Παράδεισο, τόσο περισσότερους ψήφους θα παίρνει.

Ε: Θα ρωτούσε κάποιος αναγνώστης ενώ διαβάζει το βιβλίο σας: Γιατί αλληλοσυνδέετε το ξερίζωμα και την αρπαγή των Μαγεμένων στα μουσεία του εξωτερικού με τον τρόμο του πρόσφυγα μήπως διωχθεί και πάλι από την πατρίδα;

Στο βιβλίο μου οι Μαγεμένες ‘ζωντανεύουν’ και ακριβώς όπως το θέτετε εκπροσωπούν τους ανθρώπους – όλους τους ανθρώπους – που κινδυνεύουν να χάσουν την πατρίδα τους. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Με διάφορους τρόπους, μόνο εμείς δεν μαθαίνουμε από αυτό.

Ε: Όλος ο κόσμος γνωρίζει τον αγώνα που γίνεται για τα Ελγίνεια. Το βιβλίο σας  είναι  μια αφορμή για να διεκδικήσει το Υπουργείο Πολιτισμού και τις «Μαγεμένες»  μέσω του δήμου Θεσσαλονίκης. Είμαστε διαθέσιμοι να τις διεκδικήσουμε;

Γενικά οι αρχαιότητες πρέπει να επαναπατριστούν. Τα αντίγραφα να μείνουν στα ξένα μουσεία, να τα βλέπει η Δύση και τα πρωτότυπα πρέπει να γυρίσουν στον τόπο που τα γέννησε. Αυτό βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο, αξίζει όμως να προσπαθήσουμε.

Ε: «Ο πατέρας σου μας στέλνει στα ξένα, εσύ τι ρόλο παίζεις, δεν μπορείς να τον σταματήσεις;» Ως αναγνώστρια το εξέλαβα ότι θέλετε να ταρακουνήσετε την νέα γενιά. Είναι έτοιμη η νέα γενιά να προστατεύσει και να αγωνιστεί για τις «Μαγεμένες»  κι όχι μόνο ή όχι. Μπορεί να βάλει φρένο στην άγνοια της προηγούμενης γενιάς και την απληστία, την απερισκεψία της;

Θέλω να ‘ταρακουνήσω’ όλους. Πρώτα απ’ όλους εμάς, τους μεγάλους. Εμάς που αναθρέψαμε την νέα γενιά. Ο κάθε άνθρωπος,  νέος ή μεγαλύτερος, έχει τη δική του ευθύνη για όσα και ό,τι συμβαίνουν. Δεν διαχωρίζω τους ανθρώπους σε νέους και μεγάλους. Όλοι μαζί. Αυτή είναι η απάντησή μου.

«Ο αγώνας έχει ανάγκη από όλους μας. Κάθε αγώνας έχει ανάγκη τον λαό. Και ο λαός είναι ο καθένας που αγαπά τούτα τα χώματα». Έχει σήμερα ο λαός μας την διάθεση να αγωνιστεί για τούτα τα χώματα, την ιστορία τους ή μπροστά στα οικονομικά προβλήματα που τον ταλανίζουν αδιαφορεί γι’ αυτά;

Δεν μπορώ να αποφανθώ για όλον τον κόσμο. Γενικά υπάρχει μια …. πτώση διάθεσης, ας το πω έτσι. Χρειαζόμαστε έμπνευση από κάπου. Προσωπικά πιστεύω πως η έμπνευση βρίσκεται μέσα μας. Ο καθένας ας διορθώσει πρώτα τον εαυτό του, να μην τα περιμένει όλα από τους άλλους.  Από αυτό να ξεκινήσουμε.

Γράφετε κάπου: “Γιατί να σκοτωθούμε για τα είδωλα; Μη και δεν είμαστε χρειαζούμενοι για την Επανάσταση; Τι έχει μεγαλύτερη σημασία τούτη  τη στιγμή; Ο αγώνας για τη Λευτεριά ή οι πέτρες;” Σήμερα, αν υπήρξαν αυτοί οι ήρωες στην πραγματικότητα, τι θα έλεγαν στον Νεοέλληνα;

Αυτοί οι ήρωες ασφαλώς και έχουν υπάρξει. Ο ελληνικός λαός πάντα αντιστάθηκε,  πάντα κάποιοι είναι μπροστάρηδες και οι άλλοι ακολουθούν.Αυτοί οι μπροστάρηδες, σε όλες τις εποχές, τα ίδια θα έλεγαν.

Είναι αλήθεια ότι στο σχολείο δεν διδαχτήκαμε την ιστορία όπως έπρεπε. Σήμερα ο αναγνώστης κυριολεκτικά «διψά» για τα ιστορικά μυθιστορήματα προκειμένου να συμπληρώσει τα κενά που έχει στην μνήμη του. Υπάρχει πολύ άγνωστο υλικό από την Ιστορία μας που μπορούν να καλυφτούν πολλές βιβλιοθήκες.  Πιστεύετε ότι οι Έλληνες λογοτέχνες μπορούν να επωμιστούν όλο αυτό το βάρος της ιστορίας μας ώστε να προβάλλουν την ιστορία μέσα από τα μυθιστορήματα τους ;

Πιστεύω πως τα ιστορικά μυθιστορήματα, αν είσαι σωστά ‘ιστορικά μυθιστορήματα’ και όχι «εποχής», μπορούν να παρακινήσουν τον αναγνώστη να ψάξει και να διαβάσει περαιτέρω. Έτσι κι αλλιώς, κατά την άποψή μου, όσα μάθαμε στο σχολείο – και μιλάω για τα δικά μου χρόνια που θεωρώ πως μάθαμε, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, πέντε πράγματα παραπάνω - , όσα μάθαμε στο σχολείο , με το πέρασμα του χρόνου, τα ξεχάσαμε λιγότερο ή περισσότερο. Μπορεί λοιπόν ένα ιστορικό μυθιστόρημα να γίνει έναυσμα να ασχοληθούμε ξανά με την ιστορία.

Σας ευχαριστώ για την συνέντευξη και τον χρόνο που διαθέσατε. Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο σας κι ας είναι αφορμή προβληματισμών και αναθεώρησης σκέψεων, αποφάσεων για τον κάθε αναγνώστη. Έχετε αρχίσει έρευνα για το επόμενο βιβλίο ή ζείτε  ακόμη στο άρωμα των «Μαγεμένων»;

Και εγώ ευχαριστώ για τις πολύ ωραίες και ουσιώδεις ερωτήσεις. Όχι, δεν έχω αρχίσει έρευνα, γιατί δεν θα γράψω ιστορικό μυθιστόρημα τώρα. Θέλω μια ‘ανάσα’. Είναι μεγάλη ευθύνη και απαιτεί πολύωρη έρευνα και μελέτη το ιστορικό μυθιστόρημα.

Κλείνω μ’ αυτές τις δυο φράσεις:

«Οι ξένοι ποτέ δεν αγάπησαν τούτη τη χώρα, ούτε το λαό της αγάπησαν. Μόνο να μας εκμεταλλευτούν θέλουν»

«Ξεκουμπίσου από την πατρίδα μου. Αυτά δεν θα τα πάρεις μαζί σου, δεν είναι δικά σου. Θα σε κάνω ρεζίλι στους αιώνες κλέφτη…..»

Δημοσιεύθηκε στο bookia