Η Φωτεινή Ναούμ με το νέο της βιβλίο μας ταξιδεύει στην Κομοτηνή, την πατρίδα της. Σε μια πόλη που όσοι έχουμε ταξιδέψει μας άφησε το άρωμα της, την κουλτούρα, τα ήθη και έθιμα της, το χρώμα της, τις γεύσεις της. Αν και σε όλες τις σελίδες του βιβλίου υπάρχουν οι όμορφες εικόνες με ποιητικές περιγραφές της πόλης, ξεχώρισα στη σελ. 280, την εικόνα που η πόλη βάφεται με ένα γκρίζο χρώμα, σχεδόν σταχτί.
Για τους πανύψηλους μιναρέδες και τα επιβλητικά καμπαναριά- έντονη η παρουσία τους στην υγρή πόλη- για το μεγάλο ρολόι, για τις πορτοκαλιές ανταύγειες που λούζουν γλυκά τον ουρανό, για το φρέσκο σουτζούκ λουκούμ με καρύδι και άχνη που όσοι έχουν πάει στην Κομοτηνή έχουν σίγουρα δοκιμάσει. Και άλλες γεύσεις της Ανατολής που με τα τόσα χρόνια συμβίωσης των δυο κοινοτήτων, έχουν ενώσει τους δυο πολιτισμούς.
Μας μιλά ακόμη για την καθημερινότητα των χριστιανών και μουσουλμάνων, τα ήθη και τα έθιμα που γίνονται κουβάρι μεταξύ τους, για τις γλώσσες και τις θρησκείες, για τους δυο θεούς που η κάθε κοινότητα πιστεύει ευλαβικά. Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό είναι η πόλη και η συγγραφέας δεν «τσιγκουνεύτηκε» να την αποδώσει όσο πιο πιστά μπορούσε. Με την αγορά της, το χαιβάν παζάρ, τις άσχημες μυρωδιές από τα σφαχτά, το ταβερνάκι του Ζαχαρία και της Λαμπρινής στο χωριό, το «Ευρωπαϊκό κουρείο» του Λεό, το μαγαζί του Ζαχαρία με τις αντίκες, γεμάτο από τις πόλεις που ταξίδεψε και το ποτάμι τον Βοσβόζη ή Μπουκλουτζά στα τούρκικα, που δίνει έντονα το χρώμα και την υγρασία της.
Σε τούτη την πόλη λοιπόν κινούνται οι ήρωες της, άλλοι μυθοπλαστικοί και άλλοι πραγματικοί. Σε όλο το βιβλίο, ο έρωτας και ο θάνατος είναι αυτοί που θα μας ταξιδέψουν. Θα μας λυπήσουν και θα μας μαγέψουν. Πού η δύναμη τους μα και τα συναισθήματα που φανερώνονται άλλοτε αμυδρά και άλλοτε ολοκάθαρα, θα μας συγκλονίσουν.
Γνωρίζουμε τον Λεωνίδα, ή Λεό που γύρισε από το Παρίσι στην Κομοτηνή για να κάνει μια νέα αρχή. Που σταμάτησε τα όνειρα για την καριέρα που ανοιγόταν μπροστά του για να μείνει μακριά από το ερωτικό του πάθος. Θέλησε να αλλάξει σελίδα, να φύγει από την ακολασία και τις ερωτικές σχέσεις που είχαν γίνει τρόπος ζωής και να δημιουργήσει μια αξιοσέβαστη οικογένεια στην Κομοτηνή. Να σβήσει το παρελθόν που όμως δεν κατάφερε αφού οι εκεί μορφές έγιναν σκιές που τον ταλαιπωρούν μέχρι το τέλος. Παντρεύεται την Εριφύλη, που ενώ γνωρίζει τα πάντα για το παρελθόν του τον παντρεύεται για να μην μείνει στο «ράφι» στην Κομοτηνή της δεκαετίας του 50. Πού απομονώνεται στην κάμαρη της γιατί γνωρίζει ότι ο νους του Λεωνίδα έχει μείνει πίσω, στο Παρίσι. Δεν είναι δίπλα της ψυχικά. Την θαύμασα για τη δύναμη της να το αντέξει μα και την συμπόνεσα γιατί δεν μπορούσε να πάρει την ζωή στα χέρια της. Ήθελε να κρατήσει την αξιοπρεπή εικόνα της στα μάτια του κόσμου βλάπτοντας ανεπανόρθωτα την ίδια της την ζωή. Να φύγει από τον ακόλαστο και πανέξυπνο Ζαν που του είχε ρουφήξει την ψυχή και το σώμα. Θα τα καταφέρει να ξεγλιστρήσει;
Από την άλλη, υπάρχει η Χλόη, η δήθεν ξαδέλφη του, που τον εμπνέει αλλά υποκινεί και τους δυο για ερωτικές συνουσιάσεις. Να ικανοποιήσει και να ικανοποιηθεί. Να χαρεί τον έρωτα χωρίς συναισθήματα. Κλαίγοντας που τους έχασε και τους δυο ομολογεί πως «κανείς δεν είναι Ζαν, κανείς δεν είναι Λεό».
Παράλληλα, σε ένα χωριό, έξω από την πόλη ζει ο Ζαχαρίας, όμορφος, δραστήριος, φιλόδοξος, που ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Έξω από τις ζωοπανηγύρεις και τις κοπριές. Έξω από την μιζέρια και την κλειστή κοινωνία που στέκεται εμπόδιο στα όνειρα του. Ήθελε να εισχωρήσει μέσα στην καλή κοινωνία της πόλης και να γίνει κομμάτι της. Τα κατάφερε σιγά-σιγά, έκανε μεγάλα άλματα, ρίσκαρε, έζησε ανατρεπτικές καταστάσεις που τον έβγαλαν από τα στενά όρια της μιζέριας. Να όμως που ο έρωτας χτύπησε το βέλος του στην καρδιά της Λαμπρινής. Πού την αγάπησε, την λάτρεψε και πίστεψε ότι η αγάπη θα ήταν ικανή να ξεφύγει από τον συντηρητισμό, την ηθική και την θρησκεία που ήταν αποκλειστικά τα πάντα για εκείνη. Τόσο πολύ που δεν μπορούσε να γλιστρήσει και να χαρεί την ζωή όπως της άξιζε.
Ζούσε με τις νηστείες, τα πεθαμένα της που την κρατούσαν δέσμια στο χωριό, κάτω από τα πρέπει και τα μη. Κι ήταν μόνο 18 χρονών. Ευτυχώς γι’ αυτήν, διάφορες συγκυρίες της έδωσαν την δύναμη να δραπετεύσει. Την θαύμασα την Λαμπρινή, που αν και καταπιεσμένη, είχε τόση δύναμη ψυχής και σώματος που κατάφερε να πολλά. Φανερώθηκαν πράγματα που ούτε η ίδια μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί να φέρει εις πέρας. Η πίστη του ανθρώπου που μπορεί να καταφέρει πολλά αν πραγματικά θέλει. Πάθη, αδυναμίες, εκδίκηση, ανικανοποίητοι έρωτες, όλα βουτηγμένα βαθιά στην ψυχή των ηρώων. Πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών. Γιατί σε τούτο το ψυχογραφικό μωσαϊκό όλοι έπαιξαν τον ρόλο τους.
Η Γαρυφαλλιά, η όμορφη κόρη του Λεωνίδα, που η συγγραφέας της έδωσε όλο τον ερωτισμό, το πάθος του πατέρα της-κληρονομικό άραγε;- έρχεται διψασμένη για έρωτα, δέχεται τα πρώτα ερωτικά παιχνίδια από τη Χλόη. Για την Χλόη, μάλλον είναι εκδίκηση απέναντι στον πατέρα, για το ανικανοποίητο. Για την μικρή Γαρυφαλλιά, σεξουαλική απελευθέρωση. Τα λόγια της Χλόης γίνονται Ευαγγέλιο στην ζωή της «Ο έρωτας είναι ζωή. Ποιος θέλει να ζει χωρίς να τον χαίρεται όπου τον ανταμώνει;». Έτσι, αναζητά την ηδονή σε άλλους άντρες. Χωρίς όμως να προσφέρει την καρδιά της. Αναζητά τον Αρίφ που την θέλει, την αγαπά μα αυτή τον θέλει μόνο για ικανοποίηση. Θα τα καταφέρει ο σπυριάρης της καρπαζιάς, Αρίφ να την κατακτήσει;
Όλοι οι ήρωες είναι άνθρωποι που τα ψυχικά τους αποθέματα δεν στάθηκαν ικανά για να ικανοποιήσουν το ανικανοποίητο. Που καταπιέζονται στα πρέπει και το απαγορευτικό επιθυμώ γιατί είναι προσταγή της κοινωνίας που δεν το επιτρέπει. Που χάνουν έρωτες μα και τους καρπούς τους γιατί γεννήθηκαν παράνομα και η θρησκεία δεν το ευλογεί, όπως η Ασπασία που την λυπήθηκα πραγματικά. Η πολύ φορτισμένη σκηνή της Ασπασίας με τον Τάκη, που η μάνα της έκανε κουμάντο στην ζωή της, με τα ψέματα, με το μωρό που χάθηκε, με το κλειδαμπάρωμα στο δωμάτιο της που μου θύμισε το Κωσταλέξι. Φυλακισμένη μέσα στο ψέμα. Συγκλονιστικές περιγραφές που θέλεις να φωνάξεις ένα μεγάλο γιατί.
Ένα άλλο στοιχείο που μου άρεσε είναι η αλληλεγγύη των ανθρώπων στη δύσκολη στιγμή. Που στα δύσκολα όλοι ενώνονται, γίνονται μια γροθιά. Όπως, όταν άναψε φωτιά στον τούρκικο μαχαλά και πήγαν όλοι να την σβήσουν (σελίδα 161). Και στην ίδια σελίδα, μας δείχνει ότι η ζωή συνεχίζεται. Πώς ο καθένας κοιτάζει την ζωή του, τα προβλήματα του. Γράφει χαρακτηριστικά «Εκεί που πέφτει η σανίδα εκείνου ο πισινός πονάει»
Η «Υγρή πόλη» είναι ένα ταξίδι γνωριμίας με τον εαυτό μας μα και με τους ανθρώπους που ανασαίνουν δίπλα μας. Πόσο βαθιά αλήθεια έχουμε σκάψει στην ψυχή μας για να βρούμε αυτό που πραγματικά θέλουμε κι όχι αυτό που μας υπαγορεύουν οι άλλοι; Πόσες φορές αλήθεια θυμόμαστε πώς βάλαμε δύναμη να κολυμπήσουμε στα βαθιά ή πόσες φορές επαναπαυθήκαμε στα δεδομένα γιατί φερθήκαμε αδύναμοι για να σπάσουμε το φράγμα που μοιρολατρικά δεχτήκαμε; Πόσες φορές κάναμε βουτιά στην ψυχή μας, όπως οι ήρωες της υγρής πόλης για να δούμε τα αρνητικά και τα θετικά του χαρακτήρα μας κατάματα; Και να πιστέψουμε ότι δεν είμαστε άμοιροι των ευθυνών. Μόνο μ’ αυτή την διείσδυση θα καταλάβουμε ότι το να ρίχνουμε τις ευθύνες στους άλλους, ήταν και είναι ένα τραγικό λάθος… Και αν δεν αγαπήσεις , δεν θα πιστέψεις τον εαυτό σου δεν θα μπορείς να ερωτευτείς τους άλλους.
Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο σου Φωτεινή Ναούμ και προσωπικά ευχαριστώ για το ταξίδι που με σεργιάνισες.