«Το μέλλον χαράσσεται από το παρελθόν αλλά επιδέχεται βελτίωση»
Είναι το δεύτερο βιβλίο της Χριστίνας Ρούσσου μετά την «Ντουλμπέρα» με κέντρο αναφοράς την ιδιαίτερη πατρίδα της την Νάουσα Ημαθίας. Και το απόλαυσα. Μου αρέσει να διαβάζω βιβλία που οι συγγραφείς γράφουν για τις άγνωστες πατρίδες τους βιβλιογραφικά, στους περισσότερους από εμάς. Σίγουρα, καθενός η πατρίδα έχει πολλά άγνωστα στοιχεία που θα ήθελα να γνωρίζω. Γι αυτό μου άρεσε η Χριστίνα Ρούσσου και την παρακολουθώ. Γιατί σκάλισε την ιστορία της πόλης της και μας πληροφορεί με ιστορικά, λαογραφικά, κοινωνικά στοιχεία ποια ήταν η Νάουσα και η Έδεσσα στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Μακεδονία χωρίς να μας «βομβαρδίσει» με στοιχεία που να μας κουράζουν.
Μέσα από την εξαιρετική πλοκή των χαρακτήρων που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση αλλά και δευτερεύοντα ρόλο, κατάφερε να μας παρουσιάσει ένα βιβλίο αξιόλογο και πολύ ενδιαφέρον. Μαθαίνουμε το τι συνέβη εκείνα τα χρόνια καθώς και τον αγώνα που κάνουν οι κάτοικοι της για να επιβιώσουν κάτω από τον τούρκικο και βουλγάρικο ζυγό αφήνοντας άφωνους και με κρατημένη την ανάσα για την συνέχεια της ιστορίας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στην σελ 106 «Είχε μάθει να φυλάγεται από μικρό παιδί. Όλοι οι κάτοικοι της Μακεδονίας είχαν μόνιμο φόβο ριζωμένο στις ψυχές, βάδιζαν μ’ αυτόν στην καθημερινότητα τους…» Σκαλίζει την ιστορία της οικογένειας Μακρή από τη Νάουσα και της οικογένειας Γκούση από την Έδεσσα, που εξελίσσεται στη διάρκεια μισού αιώνα (1896-1945).
Μας μιλά για τα αδέρφια Μακρή, τον Αχιλλέα και τον Νίκο, που από τη Νάουσα της τουρκοκρατούμενης ακόμα Μακεδονίας έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη με πλοίο για τον Πειραιά και στη συνέχεια για τη Γένοβα, όπου θα άλλαζαν καράβι. Στο λιμάνι της ιταλικής πόλης γνώρισαν τον Αντώνη Γκούση από τα Βοδενά, όπως ονομαζόταν τότε η Έδεσσα. Ο Αντώνης Γκούσης, μετανάστης και αυτός ταξίδευε στην Αμερική για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική. Στην Αμερική τον έστειλε ο θείος του, ο οποίος τον φιλοξενούσε στη Βιέννη, και ήθελε να τον απομακρύνει από την φωτιά που σιγόκαιγε στην Ευρώπη. Ήθελε να τελειώσει γιατρός γιατί θα ήταν πιο χρήσιμος στο έθνος. Οι τρεις έγιναν αχώριστοι και προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν ο καθένας το δικό του όνειρο μέχρι που η μοίρα αποφάσισε διαφορετικά… Έφτασαν στα πέρατα του κόσμου, στην Αμερική, κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή έχοντας στις αποσκευές τους μεγάλες αντοχές. Τα χρόνια θα περάσουν, οι πορείες τους θα συγκλίνουν συχνά και η φιλία τους θα είναι η μόνη σταθερή αξία στην περιπέτεια τους. Από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα, τη Μακεδονία και τη Ζάκυνθο, και αποκεί στην κοιλάδα του γαλλικού Λίγηρα, τα πρόσωπα, όσο προχωρά η ιστορία, πληθαίνουν και μπλέκονται . Όταν πια η τρικυμία του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου θα κοπάσει, ένα μυστικό θα τους φέρει αντιμέτωπους με το παρελθόν ξανά. Και τότε οι αντοχές τους θα φτάσουν στα όρια. Μας αφηγείται τα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης λόγω της ανέχειας, της φτώχιας που ο Αχιλλέας και ο Νίκος αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Να πάνε να δουλέψουν για να κάνουν την προίκα στην αδελφή τους την Λέγκω. Γιατί τα δυο αμπέλια δεν μπορούσαν να την προσφέρουν μια αξιόλογη προίκα και ο φόβος των κατακτητών δεν μπορούσαν να τους προσφέρει την ασφάλεια που ζητούσαν. Ήθελαν να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους. Μας κάνει συνοδοιπόρους στο ταξίδι προς το άγνωστο, μας γνωρίζει τον Γιάννη και την τυφλή Μαρουσώ, τις δυσκολίες στο νησί Έλλις, την βιοπάλη των μεταναστών για να συγκεντρώσουν τα χρήματα μα και αυτούς όπως ο αδελφός του Αχιλλέα, ο Νίκος που επιθυμεί τα γρήγορα και τα εύκολα χρήματα, Μας μιλά για το πώς γνωρίστηκε ο Αχιλλέας με τον καθηγητή Σμιθ ο οποίος τους φιλοξένησε στο σπίτι και την βιβλιοθήκη του και ήταν η αφορμή να ξεκινήσει τις σπουδές του ο Αχιλλέας. Το πείσμα του Αχιλλέα να φτάσει ψηλά και να μορφωθεί…. Γράφει στην σελ. 68 «Ένας άνθρωπος που δεν είναι Έλληνας ξέρει για την ιστορία της Ελλάδας.
Κι εγώ που είμαι Έλληνας δεν έχω ιδέα! Δεν φαντάζεσαι πόσο ντρέπομαι!» Ο Αντώνης γύρισε κρυφά στην πατρίδα για να μπει στον αγώνα. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και στο τελευταίο έτος των σπουδών μπερδεύτηκε στον αγώνα για την απελευθέρωση της υποδουλωμένης Ελλάδας. Κατέβηκε στη Μακεδονία για να πάρει τα όπλα. Τον συμπάθησα ως ήρωα τον Αντώνη που είχε μέσα του αυτή την φλόγα σε αντίθεση με τα δυο αδέλφια που κοιτούσαν μόνο τον εαυτό τους και έβλεπαν ότι η πατρίδα ήταν πολύ μακριά για να την σταθούν. Ενώ πίσω, στην πατρίδα, όσοι έμειναν δέχονταν το μένος των κατακτητών. Οι ολοζώντανες περιγραφές που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο γνωρίζουν στους αναγνώστες τα δεινά που υπέφεραν ο λαός της Μακεδονίας στα χρόνια του εκβουλγαρισμού τους. «….έκαναν επιδρομές, λεηλατούσαν, έσφαζαν, έκαιγαν σπίτια, άρπαζαν κοπάδια, κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, ρήμαζαν τον τόπο.» Ο Αντώνης Γκούσης προσπαθούσε να πείσει τον Αχιλλέα ότι η πατρίδα τους χρειαζόταν όλους. Τους έλεγε πώς «Η απελευθέρωση της πατρίδας είναι άρρηκτα δεμένη με το μέλλον σου. Πώς θα γυρίσεις σε ένα σκλαβωμένο τόπο ξανά; Σελ.78 Ενώ ο Αχιλλέας στην σελ. 79 παίρνοντας μοιρολατρικά την ζωή του καθενός και δεν αλλάζει τίποτε αν δεν αγωνιστεί για τον εαυτό του « Αλί στην φτωχολογιά. Αυτή τα λούζεται όλα, και εδώ, και εκεί και παντού.» Προσωπικά παίρνει την ζωή ο Αχιλλέας, συλλογικά, αγωνιστικά και αλτρουιστικά ο Αντώνης λέγοντας «Όλοι άνθρωποι είναι. Δεν πρέπει και η φτωχολογιά να σηκώσει κεφάλι; Να ζήσει μια καλύτερη ζωή;..»Οι πολλές ανατροπές που υπάρχουν σε κάθε κεφάλαιο κρατούν την ανάσα φέρνοντας τον αναγνώστη μπροστά σε κοινωνικές ασφυκτικές προκαταλήψεις, στο «τι θα πει ο κόσμος» και την εικόνα τους προς τα έξω όπως ακούγεται και σήμερα σε μερικές απομονωμένες πόλεις με αυστηρά ήθη και έθιμα.
Η δημόσια εικόνα και όχι η ευτυχία της οποιασδήποτε Λέγκως στην προκειμένη περίπτωση. Σίγουρα οι νεότεροι που δεν γνωρίζουν τα γεγονότα θα εκπλαγούν μ’ αυτά που διαδραματίζονται σε εκείνη την εποχή. Η προίκα, ένας θεσμός που εξευτέλιζε την κάθε κοπέλα, το τίμημα που η συγγραφέας δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο. σελ. 133 «Αργά το βράδυ έγινε το τίμημα. Ήρθαν από το σόι του γαμπρού απεσταλμένοι, και με το προικοσύμφωνο στο χέρι άρχισαν την καταμέτρηση της προίκας, ώστε να σιγουρευτούν αν όσα είχε τάξει ο πατέρας της νύφης και είχαν γραφεί στο προικοσύμφωνο υπήρχαν πραγματικά. Προικοπαράδοση και προικοπαραλαβή…. Υπάρχουν φυσικά στο μυθιστόρημα και οι όμορφες περιγραφές του Ζάντε, οι ήρωες που είναι «έξω καρδιά», η μαντάμ Ζανέτ που θα την αγαπήσετε και θα θέλατε να έχετε την τόλμη της, δυνατοί και αδύναμοι χαρακτήρες που θα τους αγαπήσετε. Και φυσικά ένα τέλος που θα σας ταρακουνήσει, ανατρεπτικό. Αν ξεχάσουμε από πού ξεκινήσαμε, θα χάσουμε την αλήθεια μας…» που θα μπορούσε να είναι το μότο του βιβλίου. Καλοτάξιδο να είναι και μακάρι οι δικές μας αντοχές να πλησιάσουν τους ήρωες της Χριστίνας Ρούσσου που πραγματικά τους θαύμασα… .Υπέρ- ήρωες μπροστά μας! Γιατί, μόνο όταν ξέρουμε το παρελθόν μας θα χαράξουμε το μέλλον μας. Όσο σκληρό κι αν είναι και φαίνεται στα δικά μας μάτια!
Δημοσιεύθηκε στο bookia