Το τελευταίο δείπνο στη Μύρνα

Το τελευταίο δείπνο στη Μύρνα

Πιεριέας συγγραφέας ο Μέλιος Πίτσιας ήρθε να με ξαφνιάσει λογοτεχνικά με την Μύρνα του. Φανταστικός ή πραγματικός ο τόπος δεν έχει σημασία. Το βαθμολογώ με 4 γιατί με συγκινούν οι ιστορίες με θρύλους και παραδόσεις, με αλήθειες και γεγονότα που μας βάζουν ως αναγνώστες να αναζητούμε την δική μας Μύρνα. Καλοδουλεμένο με άρτιο λογοτεχνικό λόγο σε παρασέρνει σε ένα τόπο πίσω από την ομίχλη με τους ανθρώπους του που σε οδηγούν να νοσταλγήσεις το παρελθόν, να ξανασκεφτείς τις επιλογές σου και να σχεδιάσεις το μέλλον σου.  



Το να «πιάνεις» τα μηνύματα που θέλει να σου ψιθυρίσει ο συγγραφέας αυτό είναι η ανταμοιβή του συγγραφέα από τον αναγνώστη. Και πιστεύω ότι ο κ. Πίτσιας το πήρε το δώρο του από τους αναγνώστες. Όσοι το διάβασαν, είδαν πίσω από τις υπέροχες εικόνες που γαληνεύουν και ταξιδεύουν τον αναγνώστη, ένα μεγάλο ταξίδι στην ιστορία αυτού του τόπου. Το τι τράβηξαν οι κάτοικοι της Μύρνας από τους κατακτητές και τι αγώνες έκαναν για να τους νικήσουν. Η ιστορία της είναι μεγάλη. Γνώρισε όλους τους κατακτητές αυτής της χώρας. Έγινε πεδίο μάχης, άνδρωσε παλικάρια, πολεμιστές που δώσανε τη ζωή τους για την πατρίδα. Είναι τελικά μυθικός ο τόπος; Ναι, στράγγιξε την ψυχή του ο συγγραφέας σε κάθε γραμμή του όπως έχει πει η φιλόλογος Θεοδώρα Σπυριδοπούλου σε μια παρουσίαση και μου άρεσε. Συμφωνώ απόλυτα μαζί της  ότι « Η Μύρνα κτίστηκε. Υπήρχε πάντα . Ότι είναι ένας  ύμνος στη φύση της. Δέντρα, ποτάμια, λουλούδια ακόμη και τα  χορτάρια της κρύβουν μεγαλείο μοναδικό, στολίζοντας τον τόπο με ανυπέρβλητο κάλλος , μυστικότητα, αγριάδα αλλά και γαλήνη «χάρμα ειδέναι» τόσο για τους περαστικούς , πόσο μάλλον για τους ντόπιους». Μέσα από τις σελίδες του γνωρίζεις τόπους, την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, τις συνήθειες τους, τις φορεσιές τους , τα  ήθη και έθιμα, πώς έφτιαχναν τα σπίτια τους, πώς μετακινούνταν, πού και πώς εργάζονταν.  Μια ζωγραφιά είναι το βιβλίο του που ο  συγγραφέας  μεταμορφώθηκε σε ζωγράφο παίρνοντας  τα σύνεργα του κι άρχισε να χτίζει το σκηνικό του.  Περπάτησα κι εγώ μαζί του στα πέτρινα  σοκάκια  της , στην πλατεία κάτω από την σκιά του αιωνόβιου δέντρου, ήμουν κομπάρσος στο κλείσιμο του εργοστασίου ξυλείας που έδινε βαθιές ανάσες στο χωριό και ερήμωσε. Περιπλανήθηκα με τον Διομήδη Κομνηνό, τον Τόλη Μεσσαρά, τον Γαβρίλη, γνώρισα τον μάγιστρο Μάρκο Ζαμάνη, έναν από τους πρωταγωνιστές… Μαζί  με τους ήρωες του πήγα στην Αμερική, τα δύσκολα χρόνια για τους Έλληνες μετανάστες. Τότε που ταξίδευε το «Πατρίς», τότε που υπήρχε το  Ellis island..Ακόμη κρυφοκοιτούσα όταν μαζευόταν στο πρέγκι και μιλούσε ο δημογέροντας. Κάπως έτσι έπρεπε να ήταν οι λαϊκές συνελεύσεις στα χωριά στο να πάρουν αποφάσεις για σημαντικά θέματα. Κάτι που δεν το ζούμε τώρα. Διάβαζα άγνωστες και όμορφες λέξεις όπως αλισάχνη, αλαταριά, γεμενιά, γιασμάκι, καρπολόι, μόλτσα, φέρμελη, φτεροτόπι…  

Οι περιγραφές ατελείωτες όπως «Η Μύρνα ήταν των αγριολούλουδων και των αρωμάτων, των παθιασμένων φεγγαριών και της εκδίκησης, όμως πάνω απ’ όλα ήταν του έρωτα, του έρωτα που αψηφούσε τους κινδύνους και παραβίαζε την λογική, του έρωτα που συνόρευε με το μίσος. Τίποτε στην Μύρνα δεν άρχιζε και δεν τελείωνε χωρίς τον έρωτα….»

Και κλείνοντας το βιβλίο, μας μένει κι εμάς το ερώτημα «Τι σου άρεσε περισσότερο στο διάβα σου; Κι εκείνος απαντά. Η Μύρνα φυσικά.»

Δημοσιεύθηκε στο bookia