Η θάλασσα φωτιά ήταν γι αυτούς εκείνες τις τραγικές στιγμές που φουρτούνιαζε κι ετοιμαζόταν να τους καταπιεί. Τότε που έπαιζαν κορώνα γράμματα την ζωή τους…
Και σ’ αυτό το βιβλίο της η συγγραφέας Ρένα Ρώσση-Ζαίρη δεν εγκαταλείπει τον ρόλο της παιδαγωγού. Όποιος αναγνώστης έχει διαβάσει προηγούμενα βιβλία της, βλέπει πόσο όμορφα διεισδύει στην ευαίσθητη παιδική ψυχή μα και στους γονιούς που πολλές φορές δεν είναι έτοιμοι για τον ρόλο που απέκτησαν. Γιατί άλλο είναι να γίνεσαι γονιός επειδή σε πιέζει η οικογένεια να γεννήσεις παιδιά κι άλλο να είσαι έτοιμος να πλάσεις χαρακτήρες έτοιμους για την συνέχεια του ανθρώπινου είδους.
Η συγγραφέας μέσα από τους ενήλικες ήρωες της σε βάζει μπροστά στο ερώτημα. Είσαι έτοιμος να αποκτήσεις παιδιά ή απλά θέλεις να ικανοποιήσεις τα δικά σου απωθημένα. Γνωρίζει πολύ καλά την ψυχολογία των παιδιών και τον συναισθηματικό τους κόσμο αλλά και τον τρόπο που θα αποκτήσουν ένα ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Χωρίς λάθος επιλογές και αποφάσεις που θα τους ταλαιπωρούν όλη την ζωή τους. Έχει «κτίσει» με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία όλους τους χαρακτήρες.
Τελικά δεν είναι εύκολο επάγγελμα να γίνεις γονιός. Μέσα από τους ήρωες της μας ταρακουνά. Το πρόβλημα της υιοθεσίας δίνεται με τον καλύτερο τρόπο από την πένα της. Γιατί από όλα τα παιδιά που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, η μάνα του Τζαμάλ αναζητιέται μόνιμα μέσα από μυρωδιές, μορφές και μνήμες. Ο Τζαμάλ που εξαφανίστηκε τριών χρονών από τον καταυλισμό των προσφύγων στην Κάλυμνο, από την αγκαλιά της μάνας του, και μεγάλωσε με τον εφοπλιστή Δούνα που ήταν υπογόνιμος. Που ο μόνος λόγος που ήθελε να μεγαλώσει ένα παιδί, ήταν για να αποκτήσει ένα κληρονόμο για την ναυτιλιακή του αυτοκρατορία χωρίς να τον αγγίζουν τα όνειρα του.
Οι άλλες μάνες των ηρώων μας απέδειξαν ότι δεν ήταν άξιες να γίνουν μάνες. Μας χτυπά το καμπανάκι λοιπόν η συγγραφέας δίνοντας τους ρόλους με ευαισθησία αλλά και αρκετή δόση αλήθειας. Δεν είναι ρόλοι τελείως εξωπραγματικοί. Έχουν βγει από την ζωή.
Η Ηλιάνα μεγαλώνει με μια μάνα, την Σουλτάνα που κάθε άλλο από μάνα είναι. Παρατημένη στην τύχη της η Ηλιάνα από τα παιδικά της χρόνια και από τους δυο της γονείς που δεν νοιάστηκαν ποτέ γι αυτήν. Από την άλλη, ο Άλκης, παρατημένο παιδί μιας ναρκομανούς, μεγαλώνει με τον θείο Τέτο που τον βρίσκει δίπλα στα σκουπίδια και του δίνει όλη την αγάπη του. Πραγματικός πατέρας που τον έχει πρότυπο στην ζωή του. Που του δείχνει την αγάπη του. Όπως και η Ηλιάνα που ο Τέτος είναι αδελφός του πατέρα της.
Δυο παιδιά παρατημένα που ο Τέτος βρήκε και τους έδωσε την στοργή και την αφοσίωση που τους έλειπε. Και οι δυο μεγαλώνουν μαζί, τους δένει αδελφική αγάπη. Ο καθένας έχει την δική του θλιβερή ιστορία. Η αδελφική αγάπη όσο μεγαλώνουν τα παιδιά γίνεται έρωτας. Υπερβολική προστασία και κτητικότητα. Η επιθυμία του θείου για να προστατεύει ο Άλκης την Ηλιάνα γίνεται παθολογικός έρωτας.
Προχωρά με ανατρεπτικές καταστάσεις. Ο Άλκης είναι ένας ήρωας που μου μετέφερε αρνητικά συναισθήματα. Θύμωσα μαζί του, δεν το περίμενα από αυτόν τον τρυφερό άνθρωπο να έχει τόσο απαίσια κτητική συμπεριφορά. Αυτό το πνίξιμο του Άλκη με κούρασε. Όχι ότι δεν το απέδωσε σωστά η συγγραφέας. Είναι μια αλήθεια. Οι περισσότεροι νιώσαμε αυτή την υπερπροστασία, είτε από γονείς είτε από μεγαλύτερα αδέλφια που μας έκανε υπερευαίσθητους. Ο Άλκης δεν ήξερε να κερδίσει αυτό που επιθυμούσε Αργότερα όμως τον πόνεσα γιατί πρόσφερε τα πάντα στην Ηλιάνα. Έφτασε στα άκρα για χάρη της. Έπαιξε τα πάντα, ακόμη και την ψυχή του . Ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Σκαρφίζεται συνεχώς δολοπλοκίες, τον βοηθά και η κάλυψη του αστυνομικού, προκειμένου να την κερδίσει. Κανείς άντρας για εκείνον δεν ήταν ικανός να της δώσει την ευτυχία που της άξιζε. Το κατάλαβε πολύ αργά.
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους άλλους. Έτσι δεν είναι;...Οι πεταλούδες δεν φυλακίζονται στα δίχτυα…
Η Ρένα Ρώσση-Ζαίρη θέτει το πρόβλημα του προσφυγικού στο βιβλίο της βάζοντας βαθιά το μαχαίρι στην πληγή και συγκινεί τους αναγνώστες. Τα κεφάλαια του Τζαμάλ και στην συνέχεια του Ορέστη με καθήλωσαν. Όσο προχωρούν όμως οι σελίδες, το κατασκοπευτικό, το αστυνομικό και οι κλονισμένες ανθρώπινες σχέσεις ανεβάζουν την αδρεναλίνη.
Κι εκεί που πάει να σπάσει η καρδιά από την αγωνία, μας μεταφέρει στην Άνδρο, στο Λονδίνο, στον Νείλο για να μας γεμίσει με χρώματα, με γεύσεις και αρώματα. Γιατί ο Ορέστης μεγαλώνοντας βλέπει ότι τον αφήνουν ασυγκίνητο τα ναυτιλιακά όπως επιθυμούσε ο πατέρας του μα ήθελε να γίνει σεφ. Και το πέτυχε. Παρά τον κίνδυνο της αποκλήρωσης. Είχε στόχους και τους πέτυχε. «Έφαγε» πολλά χαστούκια από την ζωή μα τα προσπέρασε. Δεν τον πείραξε.
Ταξίδεψε και ρούφηξε γεύσεις από όπου πήγαινε. Πάλεψε κι έφτιαξε το «Κοχύλι» που έγινε το βασίλειο του. Κουβαλούσε στο υποσυνείδητο του γεύσεις από την πατρίδα του. Ερχόταν στα όνειρα του τα βυζαντινά μελαγχολικά μάτια της μάνας που έχασε και δεν μπορούσε να εξηγήσει ποια ήταν. Κι όσο ρωτούσε τόσο έβρισκε μπροστά του ένα μεγάλο τείχος.
Είχα μάθει πια από πρώτο χέρι πόσο σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει ένας πατέρας στο μεγάλωμα του παιδιού του...
Κι όταν ήρθε η ώρα να αναλάβει τις επιχειρήσεις του πατέρα του που δολοφονήθηκε, κατάλαβε πόσο γλοιώδεις φέρονται κάποιοι άνθρωποι για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Για να είναι αρεστοί.
Πόσο γρήγορα αλλάζουν συμπεριφορά οι άνθρωποι απέναντι σε αυτούς που διαθέτουν δόξα και δύναμη;
Ο Ορέστης ήθελε να ζει μακριά από όλα αυτά. Ήθελε να κάνει οικογένεια. Αυτό του έλειπε. Κράτησε για τον ίδιο το κομμάτι της προσφοράς. Ήθελε να προσφέρει στους ανθρώπους που υπέφεραν. Έτρεχε όπου χρειαζόταν. Μαγείρευε στα συσσίτια μαζί με άλλους σεφ στους καταυλισμούς των προσφύγων, τους στήριζε οικονομικά όσο περισσότερο μπορούσε…
Ο κάθε ήρωας αυτού του βιβλίου προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα. Και ο κάθε αναγνώστης νιώθει διαφορετικά όταν το διαβάζει. Ο Ορέστης και η Ηλιάνα, η Μύριαμ, η Σεβαστή, η Δημαρά, ο Χριστόφορος, ο Τέτος, ο Γεράσιμος, ο Αχιλλέας, ο Άλκης και πολλοί άλλοι έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης σε τούτο βιβλίο.
Η «Θάλασσα Φωτιά», είναι ένα μυθιστόρημα που μυρίζει Αιγαίο. Άλλοτε φουρτουνιασμένο με τους πρόσφυγες να θαλασσοπνίγονται στα νερά του κι άλλοτε γαλήνιο με τους έρωτες και την δύναμη ψυχής. Πόση δύναμη βρίσκει αλήθεια η ψυχή και πόσα μπορεί να αντέξει όταν χρειάζεται; Πόσες δοκιμασίες μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος για να προσπεράσει τις Συμπληγάδες της ζωής του; Δεν θα σας αποκαλύψω το τέλος. Σίγουρο είναι ότι θα πάρετε την δροσιά του μα και την φωτιά του..
Με είχε διδάξει πως πολλές φορές οι άνθρωποι άλλο είναι και άλλο δείχνουν. Μαθαίνουμε τελικά από τα λάθη μας. Μόνο που πληρώνουμε ακριβά αυτό το μάθημα. Πόσο πρέπει να πονέσουμε άραγε για να αποκτήσουμε εμπειρίες και την αίσθηση των σοφών αποφάσεων, των σοφών επιλογών;
Δημοσιεύθηκε στο bookia