Γιώργος Παπαδόπουλος – Κυπραίος: Πληγωμένα όνειρα

pligomenaoneira

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Ιούλης 1974. Δεν φεύγουν οι μνήμες. Δεν ξεχνώ κι ας ήμουν 11 χρονών όταν έβλεπα τα στρατιωτικά φορτηγά να φεύγουν για την Κύπρο κι εμείς να τους ρίχνουμε στις αγκαλιές τους τρόφιμα, φρούτα, νερά, τσιγάρα, σοκολάτες για να έχουν στον δρόμο. Δεν ξεχνώ όταν ήρθαν να καλέσουν τον στρατιωτικό πατέρα μου για τον πόλεμο που μόλις είχε κηρυχτεί. Ήξερα απλά ότι οι Τούρκοι διεκδικούσαν την Κύπρο. Τα χρόνια πέρασαν, ονόματα φώλιαζαν στο νου μου, βιβλία διάβασα, ειδήσεις άκουγα πώς ο Καραμανλής δήλωσε ότι ήταν η ευτυχέστερη μέρα της ζωής του όταν υπέγραψε την Συνθήκη της Λωζάννης, Μακάριος, Αυξεντίου, Γρίβας, ΕΟΚΑ και πολλά άλλα ιστορικά στοιχεία και ονόματα φώλιαζαν στο νου μου. Άλλοτε μπερδεμένα κι άλλοτε ξεκάθαρα.

Όταν πληροφορήθηκα την έκδοση αυτού του βιβλίου, γραμμένο από τον Κύπριο συγγραφέα και εκδότη της Διόπτρας Γιώργο Παπαδόπουλο-Κυπραίο το αναζήτησα για να με διαφωτίσει καλύτερα και να ξεδιαλύνει τα ερωτηματικά μου. Και δεν το μετάνιωσα. Ενώ το πρώτο το βιβλίο, το «Δαχτυλίδι» ξεκινά πριν από δύο αιώνες στο μεγαλύτερο ελληνικό νησί, την Κύπρο, ενάντια στη μοίρα και συχνά ενάντια στη λογική με έξι γενιές ανθρώπων που αγωνίζονται για να αλλάξουν τα σχέδια της μοίρας, της δικής τους και του τόπου τους, τα «Πληγωμένα όνειρα» στις 575 σελίδες του, τοποθετεί τον αναγνώστη συνοδοιπόρο στους αγώνες του Κυπριακού λαού. Από την κυριαρχία των Οθωμανών στο νησί από τα μέσα σχεδόν του 19ου αι, το πέρασμα στα Αγγλικά χέρια, για να καταλήξει το 1967 μέσα από καθημερινούς ήρωες, πραγματικοί οι περισσότεροι όπως του παπα-Κυριάκου και των απογόνων. Συμμέτοχος και ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα στο βιβλίο αφού είχε ενταχθεί στην ΕΟΚΑ από τα δεκαπέντε του χρόνια. Αυτό άλλωστε το καθιστά πιο όμορφο, τρυφερό αλλά και ολοζώντανο στα μάτια του κάθε αναγνώστη. Συμφωνεί ή διαφωνεί ο καθένας από μας για το ποιος είχε άδικο ή δίκιο στα παιχνίδια που παίχτηκαν στη πλάτη του κυπριακού λαού, έρχεται τόσο τεκμηριωμένο που δεν σου δίνει περιθώρια για αμφισβητήσεις.

Ο συγγραφέας μέσα στα τρία μέρη του καλύπτει και μας δίνει γλαφυρά, στοιχεία της καθημερινότητας των κατοίκων αλλά και της Εκκλησίας που έδωσε τον αγώνα της μέσα από το πρόσωπο και τον χαρακτήρα του παπά-Κυριάκου και της οικογένειας αλλά και της κοινωνίας του χωριού Αρκούντα που δεν διαφέρουν από τα δικά μας χωριά. Μας γνωρίζει τους λινοβάμβακους, δηλαδή τους κρυπτοχριστιανούς που ασπάστηκαν τον Μωάμεθ για να έχουν καλύτερη μεταχείριση. Μας μιλά για τα μερομήνια που κι οι δικοί μας αγρότες δίνουν πολύ μεγάλη σημασία. Μας περιγράφει κτίρια, σχολεία, φαγητά με την κυπριακή ντοπιολαλιά που το κάνει πιο ενδιαφέρον και ζωντανό. Ο λυρισμός και τα καλολογικά στοιχεία είναι τα «όπλα» του συγγραφέα ώστε να γίνει κουραστικό με τη παράθεση των γεγονότων. Στο δεύτερο μέρος, πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο συγγραφέας και η αφήγηση γίνεται πιο συναρπαστική. Ο αγώνας κατά των Άγγλων και της απόπειρας εκδίωξής τους από το νησί είναι τα πιο δυνατά του σημεία. Αν και τα έζησε όλα αυτά τα γεγονότα κρατά μετά από τόσα χρόνια μια απόσταση για να τα δώσει στον αναγνώστη όσο πιο αντικειμενικά μπορεί. Δύσκολο αλλά τα καταφέρνει άριστα. Ντοκουμέντα και προσωπικές μαρτυρίες μπλέκονται με τα ιστορικά γεγονότα και ο αναγνώστης γνωρίζει ακόμη την εκπαίδευση των μαθητών της εποχής, που δεν διαφέρει από τη δική μας. Θα το διαπιστώσουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες.

Οι ιστορίες της καθημερινότητας στην Αρκούντα, σε ταξιδεύουν στην ύπαιθρο, νοσταλγείς και τα δικά σου παιδικά χρόνια, αλλά θαυμάζεις συγχρόνως και την αγάπη τους για την ελευθερία, τον αγώνα τους για την ανεξαρτησία και για την απελευθέρωση τους από τους δυο κατακτητές. Πώς να μη νιώθεις μεγαλείο ψυχής όταν διαβάζεις τις ατέλειωτες μάχες, τα βασανιστήρια, τα σαμποτάζ, αλλά κι όταν βλέπεις τον λαό να παραδίδει περιουσίες για τον αγώνα; Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Είναι τόσο δυνατή η γραφή του, οι ήρωες του με συνεπήραν και δεν κατάλαβα πού υπήρχε μυθοπλασία και πού η αλήθεια εκτός φυσικά των ιστορικών γεγονότων. Ένα ιστορικό ψηφιδωτό που η κάθε λεπτομέρεια είναι σωστά τοποθετημένη.

Διαβάζουμε στην σελίδα 358: «Η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό δεν άξιζε στον λαό και τους αγώνες της Κύπρου, αλλά ούτε και στην Ελλάδα που τόσα είχε προσφέρει στο πλευρό των συμμάχων»  

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει το γλωσσάρι ώστε να καταλαβαίνει ο αναγνώστης την ντοπιολαλιά, φωτογραφικό υλικό εκείνης της εποχής, επεξηγήσεις του βιβλίου αλλά και πλούσια βιβλιογραφία.

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» είχε γράψει ο Γιώργος Σεφέρης. Και σίγουρα πόνεσε ο συγγραφέας όσο το έγραφε και η μνήμη του γινόταν από παρελθόν, παρόν. Ζούσε όλο αυτό το ταξίδι για να το προσφέρει στους αναγνώστες ως δώρο στην επόμενη γενιά. Για να γνωρίζουν.

Καλοτάξιδο να είναι!