Μαρίνα Βασιλειάδου - Γαιτανάκι στον αέρα

gaitanaki

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Εμβληματικός και όμορφος ο τίτλος της πρωτόλειας συλλογής διηγημάτων της Μαρίνας Βασιλειάδου από τις εκδόσεις Πνοή. Μου προκάλεσε τη περιέργεια για να διαβάσω τις 57 σελίδες του. Η πρώτη ανάγνωση ήταν το ταξίδι στις εικόνες που περιγράφει ενώ στη δεύτερη διείσδυσα στα νοήματα της. Όμορφο το εξώφυλλο αλλά τα οκτώ διηγήματα της ήρθαν ως μεταξωτές κορδέλες πλεγμένες η μια με την άλλη φτιάχνοντας το ψηφιδωτό ταξίδι που ήθελε η συγγραφέας να μας συνοδέψει.

Δεν ξέρω αν η συγγραφέας κατάγεται από τον Πόντο ή τη Μικρά Ασία και έβαλε το γαϊτανάκι ως τίτλο αφού ήρθε από εκεί στη χώρα μας . Αλλά ένιωσα πώς κάποιες από τις ιστορίες τις   εμπνεύστηκε από τις διηγήσεις και τα παραμύθια των γιαγιάδων της. Πλημμυρισμένες από όμορφες εικόνες και γεύσεις. Ένα νοσταλγικό αχ δραπέτευσε διαβάζοντας τες. Το έζησα το κλίμα και το άρωμα των γειτονιών που μας σεργιάνισε. Αν και φιλόλογος δεν αντίκρισα καθόλου επιτηδευμένες λέξεις που κουράζουν τον αναγνώστη. Αντίθετα ήταν απλοϊκές, χωρίς περιττές λέξεις που να θαμπώνουν προβάλλοντας το κάτι διαφορετικό και εξεζητημένο.    

Όλα τα διηγήματα ένιωσα πως κυκλώνουν τον αναγνώστη και βλέπει ολοκάθαρα σε όλες τις αράδες τη ζωή και τον θάνατο, τη λύπη και τη χαρά, τον χειμώνα και την άνοιξη . Θα ανταμώσουμε την ομόνοια και τη συναδελφικότητα στους ήρωες της. Τους καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Οι λέξεις μοιάζουν και πετούν, αιωρούνται στον στρόβιλο του χρόνου. Κι αν πέσουν στη γη θα ριζώσουν, θα ανθίσουν και θα βγάλουν καρπούς. Για τη συνέχεια της ζωής. Για την ελπίδα, για το φως που μας λούζει.

Διάβασα επίσης στο βιογραφικό ότι η συγγραφέας σπούδασε στη σχολή Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Έτσι, στη δεύτερη ανάγνωση που το διάβασα, πρόσεξα πώς κινείται και γράφει σαν να είναι πάνω στη σκηνή. Ο αναγνώστης νιώθει πώς η κάθε εικόνα που διαβάζει είναι μια θεατρική πράξη. Όλες τοποθετημένες σωστά. Οικονομία χώρου και χρόνου ώστε μέσα σε τέσσερις σελίδες που κλείνεται περίπου η κάθε διήγηση της να ξετυλίγεται το μήνυμα του. Δεν «απλώνεται» άσκοπα ώστε να εντυπωσιάζει. Η αφαίρεση των περιττών λέξεων είναι αισθητή.

Όλα μου άρεσαν αλλά περισσότερο μου άρεσε το «Τάμα» και οι ολοζώντανες εικόνες της. Όταν οι γιαγιάδες καθάριζαν τις φακές από τα πετραδάκια στις αυλές των σπιτιών με τις φακές, το δαφνόφυλλο, το σκόρδο, το αλάτι και το λαρδί. Μια άλλη εποχή που νοστάλγησα. Που πρόλαβα και έχασα. Η συγγραφέας ξύνει τη πέννα της και φωτογραφίζει τη τότε Ελλάδα.. Τότε που τα παιδιά έπαιζαν στη γειτονιά, που δεν φοβόταν πού και σε ποιον θα μιλήσουν. Μου άρεσε η «Αλισάχνη ένα καράβι αταξίδευτο». Με συγκίνησε ο μπάρμπα-Μάρκος με τη μοναξιά του. Πού έμεινε ορφανός χάνοντας τη σύντροφο του μα θέλει να τη νιώθει δίπλα του έχοντας δυο πλαστικές καρέκλες. Δύσκολη η μοναξιά μα τόσο όμορφα δοσμένη. Το «Γαϊτανάκι στον αέρα» που μου θύμισε τα παιδιά της γειτονιάς, τα παιχνίδια, την τσιριχτή φωνή των μανάδων που ακουγόταν ως την άλλη γειτονιά. Το μοσχοσάπουνο, το πλύσιμο στη σκάφη, η χαρά του παιχνιδιού. Μακάρι τα παιδιά μας να μπορούσαν να χαρούν με εκείνα τα παιχνίδια, εκείνους τους δρόμους, τα γέλια. Χρόνια που δεν θα ξανάρθουν.

Στα οχτώ της διηγήματα φάνηκε ξεκάθαρα ότι διαθέτει το ταλέντο που θα της κλείσει το μάτι και θα της δώσει ξανά το χέρι για να προχωρήσει στο επόμενο βιβλίο της. Άλλωστε αν φωλιάζει μέσα σου το «μικρόβιο» της γραφής , η πέννα γλιστρά μονάχη της στις λευκές σελίδες.

Καλοτάξιδο να είναι και εύχομαι γρήγορα στα επόμενα συγγραφικά ταξίδια…