Ήμουν από τις τυχερές αναγνώστριες που παρέλαβα την «Εβόρα», το νέο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα από τις εκδόσεις Διόπτρα, με αφιέρωση. Γράφει ο συγγραφέας: «Εύχομαι να βρεις κάποτε τη δική σου Εβόρα». Και τη βρήκα διαβάζοντας αυτό το δυνατό αλλά συνάμα ευαίσθητο βιβλίο. Πράγματι ο Κώστας Κρομμύδας μ’ αυτό του το βιβλίο με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια. Άγγιξε αυτό το κομμάτι που έκρυβα μέσα μου πολύ καιρό τώρα.
Η αυτογνωσία, η ατομική ευθύνη που πρέπει να νιώθει ο καθένας από μας, η αγάπη για το περιβάλλον που πολλοί αγνοούν. Το πρώτο που σημείωσα διαβάζοντας το είναι το αφρικανικό παραμύθι με το κολιμπρί. «Στη διάρκεια μιας πυρκαγιάς στο δάσος, λέει το αφρικάνικο παραμύθι, όλα τα ζώα τρέχουν να ξεφύγουν από τη φωτιά εκτός από ένα κολιμπρί, το οποίο παίρνει μια σταγόνα νερό στο ράμφος του και τη ρίχνει στη φωτιά.«Είσαι τρελός, δεν θα σταματήσεις την πυρκαγιά», του λέει ένα ζώο. «Το ξέρω», απαντά το κολιμπρί, «όμως κάνω αυτό που μου αναλογεί». Αν ο καθένας έκανε αυτό που του αναλογούσε θα ήταν σίγουρα πιο όμορφος ο κόσμος. Το δάσος που πολλοί βλέπουμε από μακριά, ατενίζοντας τον ορίζοντα για κάποιο λόγο έγινε.
Όλα τα πράγματα στη φύση έχουν τον ρόλο τους. Μα δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε. Κόβουμε τα δέντρα για να δημιουργήσουμε άλλες πηγές ενέργειας που δεν ωφελούν τον τόπο παρά μόνο βλάπτουν. Όπως δεν έχουμε καταλάβει πώς το δάσος που αιώνες τώρα υπάρχει, που το παραλάβαμε από τους προγόνους μας για να το παραδώσουμε ατόφιο στους απογόνους μας, δεν έχουμε δικαίωμα να το αγγίξουμε. Μέσα από την ηρωίδα του την Αριάδνη που επέλεξε να ζήσει μέσα στο βουνό και να δημιουργήσει εκεί τον δικό της τρόπο ζωής και το δικό της επάγγελμα, αλλάζουμε σκέψη. Η Αριάδνη είναι μια από μας που αντιτίθεται στον παραλογισμό της σύγχρονης κοινωνίας που όλα τα ισοπεδώνει στον βωμό του κέρδους. Μέσα από τα σεμινάρια αυτοβελτίωσης περνά τα μηνύματα της. Βλέπουμε πως η επιστροφή στη φύση είναι η πιο ιδανική αλλά και σωτήρια λύση. Για όλους μας. Πόσοι όμως μπορούμε να βρούμε τη δική μας Εβόρα;
Πόσοι μπορούμε να πετάξουμε όλα αυτά που μας ταλαιπωρούν στις μεγαλουπόλεις, να φύγουμε από τους γρήγορους ρυθμούς που το μόνο που μπορεί να πετύχουν είναι οι ψυχικές αρρώστιες όπως η κατάθλιψη; Ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην αγάπη που όταν τη μοιραζόμαστε μεγαλώνει, στην αλληλεγγύη που έχει χαθεί και μας καλεί να τη ξαναβρούμε. «Λένε πως όταν κάποιος σώζει μια ζωή είναι σαν να σώζει τον κόσμο όλο. Η δική μου ζωή άλλαξε τη μέρα που ο Αντώνης με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο». Μέσα από τις σελίδες του ανακαλύπτουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας που έχει καταχωνιαστεί μέσα μας. Της συντροφικότητας, του δικού μας παραδείσου που δεν κάνουμε τον κόπο να τον βρούμε Διαβάζοντας το, συνειδητοποιούμε πως έχουμε χάσει τον προσωπικό μας χρόνο. Ο χρόνος που κυλά μας στερεί το δικαίωμα να συζητήσουμε με τον διπλανό μας και να ενώσουμε τα σπασμένα μας κομμάτια βρίσκοντας την ευτυχία και την πραγματική αγάπη. Δεν μπορούμε να αφεθούμε στο μεγαλείο της αγάπης γιατί μας έχουν βάλει χειροπέδες.
Κι όμως μπορούμε να τις αφαιρέσουμε. Μας δείχνει τον δρόμο η Αριάδνη να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Μας λέει πως αν θέλουμε μπορούμε να ξανακερδίσουμε τη ζωή και τη γαλήνη που χάσαμε, πρέπει να ψάξουμε μέσα μας. Δεν είναι εύκολο το μονοπάτι ούτε για εμάς ούτε για τους γύρω μας. Η Αριάδνη, ο Αντώνης, ο Παυλάκης, ο πατέρας και η αδελφή της Αριάδνης οι γονείς του Αντώνη, είναι πρωταγωνιστές της ιστορίας που η πλοκή της σε καθηλώνει. Τη γραφή του τη γνωρίζουμε, ξέρει να σε οδηγήσει στο τέλος χωρίς καν να το καταλάβεις. Τρέχει άλλοτε ως γάργαρο νερό και άλλοτε ως χείμαρρος που σε παρασέρνει. Νιώθεις, πονάς, ελπίζεις, δυναμώνεις και μυρίζεις τις μυρωδιές του δάσους. Ανασαίνεις και κινδυνεύεις από τα άγρια ζώα ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα ύψη. Αλλά γεύεσαι και τους καρπούς της φύσης, μαγειρεύεις, συμμετέχεις σε μια ζωή που η απλότητα κυριαρχεί. Μέσα από το μυθιστόρημα του επίσης περνά μηνύματα για τα σκουπίδια που πετούμε ασυλλόγιστα και αδιάφορα, για την έλλειψη νερού μα και την ανθρωπιστική κρίση που έρχεται αν συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο, για την ανάγκη της αιμοδοσίας, της δωρεάς οργάνων, για το κυνήγι και την οπλοχρησία, για τις υλικοτεχνικές ελλείψεις που έχει ένα χωριό, προκειμένου να κρατήσει τους ανθρώπους κοντά του, για το μίσος.
Μαγεύτηκα από τις εικόνες του χωριού, ζήλεψα την ηρεμία του, συμπάθησα τον πιστό Βόρα, γεύτηκα τη γλύκα των φρούτων του δάσους, βρήκα την Εβόρα μου. Διαβάζοντας το ένιωσα πως ναι, επιθυμώ να ζήσω κι εγώ μόνιμα στη φύση. Ιδιαίτερα τους μήνες της καραντίνας που ήμασταν κλεισμένοι μέσα στα διαμερίσματα, ήταν πολύ έντονη αυτή η επιθυμία. Σίγουρα σε ένα τέτοιο τόπο θα αλλάζαμε όλοι προς το καλύτερο. Μια απόφαση είναι. Ας μιμηθούμε την Αριάδνη και θα κερδίσουμε τον χαμένο εαυτό μας.
Καλοτάξιδο να είναι Κώστα Κρομμύδα κι ας ευχηθούμε οι αναγνώστες με την «Εβόρα» να βρουν τον δρόμο που θέλουν πραγματικά κι όχι αυτόν που τους επιβάλλουν.