Αλέκος Φλωράκης - Τα ορατά και τα αόρατα - εκδόσεις Γαβριηλίδη

orataaorata

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Με χαρά έλαβα την ποιητική ανθολογία του Αλέκου Φλωράκη φέτος το καλοκαίρι. Ένα άνυδρο πολιτισμικό καλοκαίρι που γέμισε ευτυχώς Ποίηση. Ο Αλέκος Φλωράκης, Ποιητής της γενιάς του ’70, ερευνητής και λαογράφος συγκέντρωσε τα ποιήματα του από το 1968 μέχρι το 2018 ως παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές που αγαπούν και αναζητούν ιδέες, αξίες, στίχους από μια άλλη εποχή. Βιώματα, συναισθήματα, πολιτικές αναταράξεις, δικτατορίες, αμφισβητήσεις μπλέκονται όμορφα μέσα στη συλλογή «Τα ορατά και τα αόρατα» βάζοντας ερωτηματικά προβληματισμού. Και πολύ καλά έκανε ο Αλέκος Φλωράκης μαζί με τις εκδόσεις Γαβριηλίδη που προχώρησαν σ’ αυτή την έκδοση, γιατί οι πρώτες του ποιητικές συλλογές σίγουρα είναι εξαντλημένες από το εμπόριο. Μια ποιητική διαδρομή πενήντα χρόνων όπου ο λυρισμός του Αιγαίου συνυπάρχει με το άρωμα και τη σκοτεινιά της Αθήνας στα δύσκολα χρόνια για τη χώρα. Το εξώφυλλο ομορφαίνει μια ελαιογραφία, φιλοτεχνημένη από τον αδελφό του Ματθαίο Φλωράκη, ζωγράφο και χαράκτη, που ταιριάζει με τον τίτλο της ποιητικής ανθολογίας και με τη ρήση του Ηράκλειτου που βρίσκεται στην αρχή της ανθολογίας.«Αρμονίη αφανής φανερής κρείττων».

«Όταν νυχτώνει,/ ένα φεγγάρι ολόγιομο/ τρυπά τον ουρανό,/ σπρώχνει το φεγγίτη,/ εκπορθεί/ κάθε αμέριμνο άνοιγμα,/ όχι με πάταγο αλλά σιωπηλά,/ ανεπαίσθητα,/ επικινδύνως ανεπαίσθητα,/ το δάσος/ σε δυο παλάμες/ προσφέρεται/ ωσάν πολιορκητικός κριός,/ τα δέντρα,/ εισβάλλουν από το παράθυρο,/ δεν έμεινε πλέον τόπος/ δίχως φως,/ δεν έμεινε τόπος/ δίχως σκιά,/ δεν έμεινε/ τόπος». Χρειάζεται σίγουρα προσεκτική μελέτη και ουσιαστικό διάβασμα για να μπεις στον χώρο και τον χρόνο όπου εμπνεύστηκε αυτά τα ποιήματα. Μακροσκελή τα περισσότερα δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να χαθεί μέσα στις λέξεις που καμιά δε μπήκε τυχαία μέσα στο ποίημα. Γενιά της αμφισβήτησης ή της άρνησης όπως έχουν χαρακτηριστεί ποιητικά όλοι οι συνομήλικοι του Ποιητές, της γενιάς του 70. Έζησε κι αυτός όλο το μεταπολεμικό πολιτικό αλλά και οικονομικό κλίμα καθώς και τις κοινωνικές αλλαγές μιας δεκαετίας της δεκαετίας του ’60 που έφερε τα πάνω-κάτω στην κοινωνία του σήμερα. Έζησε τη δικτατορία και το σκοτάδι που το μετουσίωσε σε στίχους. Λένε πως η γενιά του 70 συνέβαλε στην ανανέωση της ποιητικής γλώσσας, την αιχμηρή ειρωνεία, την αμφισβήτηση της δύναμης της γλώσσας και παραμένει ενεργή και γόνιμη. Αυτά τα διαθέτει και ο Αλέκος Φλωράκης και θα τα διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας την ανθολογία του. Χρόνο με χρόνο η ποίηση του γίνεται πιο δυναμική και ακμαία. Αειθαλής πάντα ο Αλέκος Φλωράκης έχει μέσα του ένα καζάνι που γεννά, αντιδρά και εκφράζεται ανάλογα την εποχή, χώνοντας βαθιά το μαχαίρι στην πληγή όποτε χρειαστεί. Ανήκει στη τελευταία γενιά συλλογικής δράσης και κοινής πορείας, έχει στίγμα και ταυτότητα που τον καθορίζει, συγκρίνοντας από τους νεότερους ποιητές. Και αναρωτιέμαι: Είναι οι εποχές που ενεργοποίησαν και δυναμίτισαν αυτή την Ποίηση, τη Μουσική, τις Τέχνες γενικότερα; Που έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, που γέμισαν τα πατάρια των βιβλιοπωλείων και οι μπουάτ; Ναι, αν και κάθε γενιά έχει τα βιώματα της, τις ανησυχίες της, που μπορεί να αφήσει το στίγμα της έζησε μια πιο απλόχερη εποχή ως προς τα υλικά αγαθά. Δεν της έλειψε η ελευθερία λόγου και δικαιωμάτων. Υπήρχε τότε η φλόγα που παρέσερνε τα πάντα στο διάβα της.

Στα ποιήματα του ο αναγνώστης θα βρει συναισθήματα, αγωνίες, παλεύοντας να τα μοιραστεί μαζί του για να του ανοίξει δρόμους και να φωτίσει τα σκοτάδια. Η φράση γίνεται εικόνα στη ψυχή του και η ποίηση στο σύνολο της κρύβει δύναμη συμφιλίωσης της φύση με τον άνθρωπο, με τη κοινωνία και το σύμπαν. Ο Αλέκος Φλωράκης αξιοποιεί τον μύθο, τη θρησκεία και την Ιστορία ως σύμβολα και θα τις διακρίνουμε στη συλλογή του «Ελλήνων Πάθη» όπου εμπνέεται από ένα γλυπτό του Τηνιακού γλύπτη Πραξιτέλη Αντζουλίνου: «Παράθυρο θάλασσας/με κοχύλια και φύκια/κι η Καλυψώ, χωρίς μάτια,/μετρά το νήμα του κενού/Δεν υφαίνει πια ούτε άδει/όμως πάντα υπόσχεται/αθανασία θνησιγενή. Στη ποιητική του «Εγκύκλιες Σπουδές», έκδοση του 2011, δείχνει έντονα την αγωνία του για τις ιδέες που απέδρασαν. Θα διαβάσουμε στην «Έκθεση Ιδεών»: Να εκθέσουμε λοιπόν/ή μήπως να εκτεθούμε/σε μειοδοτική δημοπρασία/ιδεών πρώτης ανάγκης/όπως τα πεύκα, ο ουρανό;/και η ποίηση;/

Δεν απουσιάζει το φως των Κυκλάδων αλλά και τα αφιερώματα στον αδελφό του Μαθιό, στη σύντροφο αλλά και στη κόρη του Αγγελική.Ένα από τα πολλά ποιήματα του που μου άρεσε που υμνεί τον έρωτα ως υπαρξιακή ανάγκη. Απόσπασμα από το ποίημα «γιορτινή οπτασία»: Η μορφή σου αγκαλιάζει/τους ουρανούς της αναμονής μου/Αλλά πού πήγες;/Μ’ ένα μαχαίρι χάραξα την άμμο/την καρδιά./Το αίμα τρέχει άφθονο/Βάφει τα ρούχα μου/βάφει τη θάλασσα/βάφει τα χείλη σου/. Κάθε συλλογή έχει πολλά ποιήματα που σημάδεψα για να σχολιάσω στο τέλος. Ανακάλυψα όμως όταν διάβασα όλη την Ποίηση του, ότι θα χρειαστούν αρκετές σελίδες για να σας τα παρουσιάσω. Άλλωστε η Ποίηση είναι εσωτερική διεργασία που ο καθένας κάνει μονάχος του. Καλοτάξιδο αγαπητέ Αλέκο Φλωράκη και εύχομαι να είσαι γερός και να διαβάσουμε αρκετά ακόμη ποιήματα! Θα κλείσω, αφού μιλούμε για ανθολογία πενήντα χρόνων, με το ποίημα «Απολογισμός», από την ενότητα «Περιαυτολογία».

«Ήμουνα πάντα πανί μισοπέλαγο.

Θα ξεχάσω τα όσα θέλησα και δεν άρχισα.

Θα ξεχάσω τα όσα άρχισα και δεν τελείωσα.

Θα θυμάμαι μόνο τα λίγα που έφτασα ως το τέλος,

Αν υπάρχει τέλος σ’ ένα κύμα που κυλά.