Πέμη Γκανά - Καπράγια

kapragia

«Ο πέτρινος όγκος του Τόρε ντέλοΖενομπίτο, γαντζωμένος στην άκρη του γκρεμού στη δυτική πλευρά του νησιού, στέκεται ολόρθος περιμένοντάς με ν’ ανέβω»

Καπράγια! Ένα ιδιαίτερο όμορφο όνομα, μ’ ένα ξεχωριστό εξώφυλλο από τις εκδόσεις Πνοή, που σε ταξιδεύει. Μόνο που θα το δει ο αναγνώστης στις προθήκες του βιβλιοπωλείου, θα το πάρει στα χέρια του για να το ξεφυλλίσει. Το οπισθόφυλλο θα τον προκαλέσει να ταξιδέψει μαζί του. Άλλωστε το βιβλίο είναι ταξίδι.

Άλλοτε ήρεμο και άλλοτε άγριο, άλλοτε σε απάτητα βουνά κι άλλοτε σε ταραγμένες θάλασσες. Κι εγώ διαβάζοντάς το, ανέβηκα στον μυστηριώδη αυτόν βράχο, όπου ανέπνεαν αποκλεισμένοι οι κάτοικοι της «Καπράγια», που βρίσκεται στο Τοσκανικό αρχιπέλαγος και η μηχανή του χρόνου με πήγε πολύ πίσω, στο 1914. Δεν ξέρω αν το νησί είναι πραγματικό ή φανταστικό που το εμπνεύστηκε η συγγραφέας και με οδήγησε σ’ αυτό. Ή αν είναι καθαρά αλληγορικό για να μας οδηγήσει η συγγραφέας στα δικά της μονοπάτια. Εγώ το απόλαυσα αυτό το ταξίδι μέσα στις 405 σελίδες του βιβλίου.

Ήταν πολύ σύντομο, μόλις τριών ημερών, γιατί η γραφή της δε μ’ άφησε πολλά περιθώρια να το σταματήσω. Υπέροχες εικόνες σε κάθε παράγραφο, ολοζώντανοι ήρωες και μια κοινωνία που παλλόταν, υπέφερε μέσα από δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα που θα μπορούσε άνετα να γίνει ταινία. Το σκεπάζει το πέπλο μυστηρίου, ακόμη μπορώ να πω πως συγκαταλέγεται στα ψυχολογικά θρίλερ, γιατί το τοπίο όπως το περιγράφει η συγγραφέας, σε οδηγεί σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Τα πολλαπλά γεγονότα που έρχονται και σε κατακεραυνώνουν, σου δίνουν την αίσθηση ότι ζεις σ’ ένα κόσμο όπου ψάχνεις συνεχώς να βρεις τους φταίχτες, να συμπονέσεις τα θύματα, να τα δικαιολογήσεις όταν παίρνουν αποφάσεις, θέλοντας να ξεφύγουν από τη σκληρή μοίρα τους. Αιχμηρός ο λόγος όπου απαιτείται, ευαίσθητος όταν οι γυναίκες θύματα αγωνίζονται να επιβιώσουν. Το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο εναλλάσσεται, και ο αναγνώστης συνεχίζει να δοκιμάζει τα συναισθήματά του και να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί μαζί με τους ήρωες, μεταξύ πραγματικότητας και τρέλας. Όσο το διάβαζα, οι μικρές προτάσεις διόγκωναν την αγωνία μου, το στομάχι μου σφιγγόταν όλο και περισσότερο, οι ρυθμοί της καρδιάς μου γίνονταν πιο γρήγοροι.

Ο αναγνώστης γνωρίζει την κοινωνία του νησιού του 1910 μέχρι το 1914 όπου είναι η αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Συγκλονίζεται με τις σκηνές όπου η μάμα κάνει κουμάντο στην κόρη, στον γιο, στον άντρα, ακόμη και στο πως θα αναπνεύσουν.

Όπου η κακή μοίρα συνοδεύει όλες τις γυναίκες της γενιάς, για το σημάδι που είναι ανεξίτηλο σε κάθε κόρη που γεννιέται, σαν να έπεσε κατάρα. Για τις προλήψεις που καθορίζουν τον λαό της Καπράγιας μα και για την επιδημία της ευλογιάς, που έφερε πολλούς θανάτους. Σαν τον κορονοιό σήμερα. Δεν ξέρω πότε άρχισε να γράφει το βιβλίο η συγγραφέας, αλλά ομολογώ πως αυτή πλοκή το κάνει πολύ ενδιαφέρον.

Θα διαπιστώσετε κοινές συμπεριφορές του τότε και του σήμερα, όπως κλειδαμπαρωμένες πόρτες, σφαλιστά παράθυρα και απέραντος φόβος. Οι ήρωες προσπαθούν να επιβιώσουν, να λυτρωθούν να διώξουν τα δαιμόνια από μέσα τους. Θα τα καταφέρουν να τα παλέψουν;Θα μπορέσουν να τα θάψουν βαθιά ώστε να γίνει μια νέα αρχή; Οι δολοφονίες, οι αυτοκτονίες, τα βότανα και τα μαντζούνια, τα δηλητήρια τα ανταμώνουμε πολύ συχνά στη διάρκεια της ανάγνωσης. Στον αέρα της Καπράγιας πλανάται μια απέραντη σιωπή που είναι η συνενοχή της κοινωνίας. Η πραγματική κόλαση μετά θάνατον δεν ξέρω αν διαφέρει πολύ από την επίγεια που ζούσαν οι γυναίκες της Καπράγιας. Αυτό θα το διαπιστώσετε μόνοι σας.

Η Ρομίνα, η Γκρατσιέλα, η Οφέλια,ο Μάσιμο, η Αντονίνα, η Μαριάντζελα, η Ερμίνα, ο σκληραγωγημένος καπετάνιος Μπαρτόλο Κούτσι, ο πάστορας, οι γιατροί Σαρίπο και Σέρτζιο, πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, ξεγυμνώνονται νοητά και εμείς ερχόμαστε να ανακαλύψουμε τα ενδόμυχα της ψυχής τους. Οι γυναίκες γεννιούνται ταγμένες να υπηρετούν τους πάντες, να δέχονται ξύλο, ταπεινώσεις, απαξίωση, να παντρεύονται στα δεκατέσσερα και να αρχίζουν να γεννοβολάνε γιατί όλα αυτά τα όριζε η κοινωνία.

Αντίθετα, τους άντρες τους ήθελε να στύβουν την πέτρα, να έχουν πάθη, να πηγαίνουν με γυναίκες λιμανίσιες και καμιά σύζυγος δεν μπορούσε να αντιδράσει. Υπέμειναν γιατί έτσι ήταν το σωστό. Ηχηρός ήταν και ο ρόλος της Εκκλησίας που ρύθμιζε τα πάντα, είχε λόγο στην προσωπική ζωή των οικογενειών. Αυτό το βιβλίο μπορούσε ίσως να γραφεί και σε ένα Αιγαιοπελαγίτικο νησί, όπου εκείνη τη χρονική περίοδο, οι κοινωνίες ήταν περίπου ίδιες καθώς και ο ρόλος της Εκκλησίας. Είτε υπήρχε πάστορας, είτε ορθόδοξος ιερέας δεν υπήρχε διαφορά. Μην ξεχνούμε πως για πολλά χρόνια, σε κάθε χωριό, η εξουσία ήταν ο παπάς, ο δάσκαλος και ο αστυνόμος. Τελικά, ποιος καθορίζει τη μοίρα μας;

Καλοτάξιδη να είναι η «Καπράγια» Πέμη Γκανά. Καλή ανάγνωση!

«Γεννήθηκα με το σημάδι του διαβόλου που φέρουν όλα τα θηλυκά της γενιάς της Γκρατσιέλας, κι όπου πάμε, σπέρνουμε κακοτυχία, φονικά, κι ο τόπος ερημώνει. Είμαι η Ρομίνα και σήμερα είναι η τελευταία μέρα που ζω».

«Άγρια ήταν η νύφη, ίδια με την Καπράγια, στεγνή, αφόρητη, άχρωμη, τρομακτική. Ένας βράχος κακορίζικος, ένας φάρος σβηστός για να τσακίζονται τα καράβια» 

«Θέριεψαν απ’ την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία που κατέτρωγε πάντα τον άνθρωπο. Και γίνονταν δυνατότερα ώρα με την ώρα καθώς τρέφονταν απ’ τον φόβο»

«Είμαι ό,τι φοβάσαι, είμαι ό,τι όλοι αυτοί φοβούνται, είμαι ό,τι σου κρύβουν και ό,τι προσπαθούν να θάψουν στη λήθη. Είμαι εσύ, η Οφέλια»