Το 2013 δημιουργήθηκαν οι εκδόσεις ΕΞΗ και από τότε έδωσαν νέα πνοή στα Ελληνικά Γράμματα. Έχοντας στόχο το καλό Ελληνικό ποιοτικό βιβλίο δεν κρύβω τη χαρά μου το πόσο καλά το καταφέρνουν. Έχουμε την ανάγκη να διαβάζουμε νέους συγγραφείς που υπόσχονται κάτι πιο νέο με άλλη οπτική.
Μέσα από τις σελίδες τους μαθαίνουμε την ιστορία και αφουγκραζόμαστε τις μνήμες των ανθρώπων που έζησαν τις μαύρες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οι περισσότεροι είναι νέοι ή πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς με όρεξη και μεράκι που αφήνουν τη ψυχή τους στο χαρτί χωρίς το άγχος της υπερπαραγωγής ώστε να γίνει το έργο τους ένα άρλεκιν που θα ξεχαστεί μετά από έξι μήνες, δημιουργούν μικρά αριστουργήματα. Το καθένα από τα βιβλία που έχω διαβάσει μέχρι τώρα είναι ξεχωριστό και αγγίζει τη ψυχή του αναγνώστη. Ονόματα όπως ο Άκης Ρουσομάνης με τον Άυλο έρωτα, η Μάρθα Πατλάκουτζα με τη “Μερζανή”-αληθινή ιστορία για τη Θράκη-, η Ευθυμία Αθανασιάδου με το “Σεντούκι της Ψυχής μου”, η Άρια Σωκράτους με τα “Δάκρυα Σιωπής”, η Χιόνη, Γεωργία με τα “Δάκρυα Λησμονιάς” και η Ζωή Οικονόμου με το “Στον αργαλειό της μοίρας” μας ταξιδεύουν μέσα από τα προσωπικά βιώματα, την ιστορία του κάθε τόπου ή θρύλους της ελληνικής κοινωνίας σε ένα τοπίο που μας μαγεύει.
Διαβάζοντας το βιβλίο “Ούτε η μάνα μου” μου ήρθαν στο νου οι στίχοι του ποιήματος “Το σπίτι κοντά στη θάλασσα”, του μεγάλου μας Ποιητή και Νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη που καταγόταν από τη Σκάλα των Βουρλών και περιγράφει την περιοχή και τα τραγικά γεγονότα του 1922 με τον καλύτερο τρόπο.
Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Ένα πολύ δυνατό βιβλίο που μιλά για τους πρόσφυγες των Βουρλών της Μικράς Ασίας. Επίκαιρο και ζωντανό αφού είναι η αληθινή ιστορία της γιαγιάς της συγγραφέως Έφης Καγξίδου που τη μεγάλωσε λέγοντας την ιστορία της. Μετέπειτα, η ίδια η συγγραφέας τη κατέγραψε με όλο τον πόνο και τον σεβασμό στις ρίζες και το πρόσωπο της.
Να σας γνωρίσω όμως τις συγγραφείς αυτού του υπέροχου βιβλίου.
Η Έφη Καγξίδου ζει στη Θεσσαλονίκη. Το 2013 εξέδωσε τη πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “Από τον εξώστη της ψυχής μου”. Το έργο αυτό με απόφαση του Πατριαρχείου πρωτοκολλήθηκε και τοποθετήθηκε στη Βιβλιοθήκη του Μεγάλου Βασιλείου, Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά. Το βιβλίο “Ούτε η μάνα μου” είναι η αληθινή ιστορία της οικογένειας της.
Η Λίνα Σπετντζάρη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατάγεται από τη Πόλη. Συμμετείχε στις ανθολογίες “Υπάρχουν Ποιητές”. “Μη βία”, “Η μοναξιά είναι χάρισμα”. Διακρίθηκε στους ποιητικούς αγώνες της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών στους Δελφούς και τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ξενόγλωσσης Ποίησης στον λογοτεχνικό διαγωνισμό “Giovanni Gronchi”. Αυτή είναι η πρώτη της συγγραφική παρουσία, όνειρο που έγινε πραγματικότητα χάρη στην φίλη και συνδημιουργό στο ταξίδι της, Έφη Καγξίδου.
Ο αναγνώστης όσο πιο πολύ προχωρά στην ανάγνωση του βιβλίου τον κυριεύουν ανάκατα συναισθήματα. Η μεγάλη ένταση από τις ζωντανές λεπτομέρειες σε κάθε σελίδα του σκίζει σαν μαχαίρι την καρδιά του. Ακόμη τον κατακλύζουν η οργή, ο θυμός, η απογοήτευση, η απαξίωση και η παραίτηση, ο αποκλεισμός, η αγάπη, ο έρωτας, ο φόβος για το αύριο, ο πόνος. Με την αγωνία για το τέλος ο αναγνώστης το “ρουφά” σε πολύ λίγες ημέρες. Θαρρείς ότι καίει το βιβλίο στα χέρια του και πρέπει να το αφήσει. Αφήνοντάς το όμως του τριβελίζουν προβληματισμοί, σκέψεις, νοσταλγία και τον καλεί να πάρει θέση στο τόσο σοβαρό θέμα του προσφυγικού που ζούμε σήμερα. Τα πρόσωπα και τα ονόματα που είναι υπαρκτά όπως και οι τόποι όπου οι ήρωες έδρασαν βάζουν τον αναγνώστη κοινωνό και συμμέτοχο στο δράμα.
Το βιβλίο σε γυρνά νοερά στον Γενάρη του 1920 σε ένα νησί του Βόρειου Αιγαίου. Ένα μήνα που ήταν ο τελευταίος της νιότης του Γιώργη. «Θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια». Μια φράση που ξήλωσε απ' άκρη σ' άκρη τη ψυχή του. «Σας ορκίζομαι στην τιμή μου ότι είμαι αθώος! Η μάνα μου, πού χάθηκε η μάνα μου; Μόνο αυτή μπορεί να σταματήσει όλον αυτόν τον παραλογισμό!»
Μια γυναίκα που κρατούσε στα χέρια της όλες τις συμφορές του κόσμου! «Την κατάρα μου να 'χεις! Ατίμασες τη γενιά σου! Έκλεισες τα σπίτια μας!»
«Ούτε η μάνα μου...», οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο καπετάν-Γιώργης φεύγοντας στιγματισμένος από τον τόπο του. Μιλά για μια οικογένεια που διαλύθηκε, ένα σπίτι που ρήμαξε και για μια οδύσσεια που τέλος δεν είχε. Από τη Χίο στα Βουρλά, από τις στάχτες της Μικρασιατικής καταστροφής στα παραπήγματα του Πειραιά και του Βόλου, οι ήρωες θα παλέψουν με τους δαίμονες της ζωής τους, περιπλανώμενοι για περίπου μισό αιώνα. Πονεμένες ψυχές , ξεριζωμένες που άλλες κατάφεραν να βρουν καταφύγιο και άλλες ρήμαξαν μόνες τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Τότε στη Σκάλα των Βουρλών ζούσαν όλοι μονιασμένοι. Έλληνες και Τούρκοι. Οι μόνιμοι κάτοικοι της Σκάλας ήταν περίπου 500, Έλληνες στην πλειοψηφία. Μόνο περίπου 30 με 40 ήταν οι Τούρκοι που εργαζόταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, τελωνειακοί, λιμενικοί κλπ με τις οικογένειές τους. Το Σεπτέμβρη του 1922 σήμανε το τέλος των Βουρλών, με μια απέραντη πυρκαγιά, βαλτή από τους Τούρκους, που σάρωσε εκκλησίες, σχολεία, μαγαζιά και σπίτια. Οι νεαροί Βουρλιώτες έλειπαν, για να αμυνθούν τον τόπο τους, εθελοντές ή στρατευμένοι, στον Ελληνικό Στρατό. Άλλοι στη Μακεδονία και Θράκη, άλλοι στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Τα έδωσαν όλα για μια πατρίδα που αγάπησαν μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών τους. Εκτός από το φριχτό θέαμα της φωτιάς, οι Τσέτες αιχμαλώτισαν τους υπόλοιπους άντρες, σφάξανε, ατίμασαν κοπέλες και γυναίκες. Μα υπήρχαν και οι Τούρκοι που τους αγαπούσαν όπως ο Οσμάν και η οικογένεια του που τους πρόσεχε, τους αγάπαγε. Που και τη ζωή τους θα έδιναν για τους Ρωμιούς. Απερίγραπτα μαρτύρια πέρασαν οι Έλληνες και όσοι ήταν τυχεροί και έζησαν ερχόμενοι στην Ελλάδα πάλι τράβηξαν τα μύρια κακά. και τους Έλληνες ένιωσαν την ασχήμια και τη περιφρόνηση.
Διαβάζοντας το, ζωντανεύουν στον καθένα μας μνήμες από την καταστροφή της Μικράς Ασίας, μέχρι τα λιμάνια της απόγνωσης και τα παραπήγματα της προσφυγιάς. Από τα Βουρλά που έζησαν ως άρχοντες με τη περιουσία τους κατέληξαν υπηρέτες για ένα μεροκάματο να μεγαλώσουν τα παιδιά τους στις προσφυγικές παράγκες του Βόλου.
Η ποιητική φλέβα φαίνεται ολοκάθαρη στις σελίδες του βιβλίου. Εικόνες μαγικές ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου για να χαλαρώσουν τον αναγνώστη όπως : “ Τα στέφανα τα άλλαξε η πανσέληνος. Καλεσμένοι τα δελφίνια, οι σειρήνες, οι Νηρηίδες, τα ξωτικά, οι νεράιδες του νερού.... Μάρτυρες τ' αστέρια που απόψε ήταν όλα στον ουρανό. Ο ύπνος τους σκέπασε με το σεντόνι του τα χαράματα. Δεν ήθελαν να κοιμηθούν. Τους νανούρισαν τα κύματα με το τραγούδι των παφλασμών τους...” Αλλά και παρόμοιες εικόνες που ζήσαμε πρόσφατα βλέποντας τραγικές σκηνές στα παράλια των νησιών του Βόρειου Αιγαίου. Μπορεί να μην είναι Πόντιοι και Μικρασιάτες οι τωρινοί πρόσφυγες. Δικοί μας, όπως άκουσα από μερικά στόματα αλλά ο πόνος είναι ο ίδιος. Ξεριζωμός... Και η τότε αντιμετώπιση των δικών μας προσφύγων δεν διέφερε και πολύ. Βρωμιάρηδες τους έλεγαν και παστρικιές τις γυναίκες. Όμως ορθοπόδησαν, στηρίχτηκαν στις δυνάμεις τους και δέσανε πάλι την οικογένεια τους.
Γράφουν στο βιβλίο “Γιατί οι πρόσφυγες δεν είναι σακιά με κόκαλα και σάρκες, έχουνε ψυχή. Και η ψυχή τους δεν τους αφήνει να παραιτηθούν.”
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται κι όσο γράφονται τέτοια βιβλία υπάρχει ελπίδα να σώσουμε ότι απέμεινε. Την ανθρωπιά μας. Μη περιμένουμε από τα σχολεία να διδάξουν εκείνες τις μαύρες σελίδες. Πρέπει οι μεγαλύτεροι που τα έζησαν να μη σταματήσουν να λένε ιστορίες στα παιδιά και τα εγγόνια τους από τις χαμένες πατρίδες. Είναι η παρακαταθήκη η ιστορία μας, η πολιτιστική μας κληρονομιά και πρέπει να τη μεταφέρουμε σαν κόρη οφθαλμών.
Δεν κατάγομαι από εκείνα τα χώματα μα ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από τα μαρτύρια τους....
“Να τα μάθουν όσοι δεν τα έζησαν με όλες τις όμορφες και τις τραγικές λεπτομέρειες. Κανείς να μην ξεχάσει. Μην τύχει και λησμονηθούνε τα χώματα τους, ούτε το κακό που πάθανε σ' εκείνη τη γη”