Ελένη Πριοβόλου - Το δέντρο με τις φωλιές - εκδόσεις Καστανιώτη

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη 

Όποιος παρακολουθεί χρόνια τη συγγραφική πορεία της Ελένης Πριοβόλου, θα έχει καταλάβει πως είναι μια συγγραφέας με αιχμηρό δυναμικό λόγο, που δεν χαρίζεται και δίνει τα πάντα ώστε να αφήνουν τα βιβλία της το αποτύπωμά της. Χωρίς να χάνει την ευαισθησία της, δίνεται ολοκληρωτικά στον γραφτό λόγο, γι αυτό και δεν ξεχνούμε τα βιβλία της, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πώς άλλωστε να μην είναι ευαίσθητη η γραφή της όταν γράφει για εφήβους; Είκοσι ένα βιβλία για παιδιά και εφήβους, επτά μυθιστορήματα για μεγάλους, μία νουβέλα και ένα βιβλίο με ιστορίες υπάρχουν στη φαρέτρα της.. Το κάθε βιβλίο αφήνει το αποτύπωμά του στην ψυχή και το νου. Είναι τροφή για σκέψη και κάθε φορά που ο αναγνώστης ανατρέχει στα παλιότερα της, ανακαλύπτει ένα νέο «αγκάθι» που θα του τριβελίζει το μυαλό. 

Το τελευταίο βιβλίο της, «Το δέντρο με τις φωλιές», με ένα συμβολικό, όμορφο εξώφυλλο, που αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο του βιβλίου της. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο για ενήλικες αλλά μπορούν να το διαβάζουν και οι έφηβοι, που θα κερδίσουν πολλά από την ανάγνωσή του. Άλλωστε ο ρατσισμός αφορά όλους. Θα βρείτε πολλούς συμβολισμούς μέσα στο βιβλίο. Εκατόν ενενήντα έξι σελίδες που σε ταρακουνούν αφού μιλούν για τον ρατσισμό, για τους χιλιάδες οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες που ήρθαν στην Ευρώπη λαθραία, όσοι έφτασαν, όσοι δεν θαλασσοπνίγηκαν. Και εδώ, στην Ελλάδα τους αγόρασαν για να τους εξευτελίζουν στα χωράφια, με υπεράνθρωπα ωράρια και δυσμενείς συνθήκες. Χωρίς χαρτιά, χωρίς δικαίωμα στη ζωή. Με συγκλόνισε η συγγραφέας με την ιστορία της, όσο κι αν γνωρίζω τα βάσανα που υποφέρουν οι πανταχού κατατρεγμένοι. Σε μια χώρα, που την προσφυγιά και τη μετανάστευση τη ζήσαμε στο πετσί μας, σε μια χώρα που υπερηφανευόμαστε για την ελληνική φιλοξενία, φερόμαστε σ’ αυτούς τους ανθρώπους ως ανθρωποειδή. Η πρωταγωνίστρια είναι η Μαρία, που ομολογώ την αγάπησα για τον δυναμικό της χαρακτήρα. Γιατί έχει τσαγανό, δεν φοβάται τα αδέλφια της, ούτε τη μάνα της. Τόλμησε να τα βάλει με όλους τους συγγενείς αλλά και όλη την κοινωνία, την εκκλησία, τα πρέπει και τα μη. Εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι και εγκαταστάθηκε στο κτήμα που της κληροδότησε ο πατέρας της, καταμεσής του κάμπου, μακριά από τους τοξικούς ανθρώπους που της χαλούν την ηρεμία.. Στο γυάλινο σπίτι όπως το λέει κι αυτό το παίρνω ως συμβολικό. Οι αναγνώστες θα το καταλάβουν. Δημιούργησε ένα φυτώριο με λουλούδια. Είχε για συντροφιά της τα ενδημικά πουλιά, που έχουν στήσει την αποικία τους πάνω σ’ έναν χιλιόχρονο πλάτανο, αλλά και τα αποδημητικά, που γυρνούν κοντά της κάθε χρόνο. Έχει συντροφιά «Εκείνους» – τους μετανάστες δηλαδή που εργάζονται στις καλλιέργειες των αδελφών της σε συνθήκες δουλείας. Τους αποκαλούν με την εθνικότητά τους κι όχι με το όνομά τους. Είναι αόρατοι, είναι μουσουλμάνοι, είναι επικίνδυνοι, είναι εγκληματίες. Ο φόβος για τον ξένο, τον αλλογενή, την κρατάει σε απόσταση ασφαλείας. Μέχρι που ένας από «Εκείνους» διαβαίνει το νοητό σύνορο. Είναι ο Νιζάμ ο Ροχίνγκια που ισορροπεί στους ώμους του ένα ραβδί, απ’ όπου κρέμονται φωλιές για τα πουλιά του δέντρου. Ο χειμώνας πλησιάζει δριμύς, και ο Νιζάμ νοιάζεται για τα πουλιά όσο και η Μαρία. Μέσα από την αγάπη και τη γνώση τους για τα πετούμενα του ουρανού, θα καταφέρουν να επικοινωνήσουν βαθιά, γκρεμίζοντας όλα τα σύνορα που τους χωρίζουν. Οι γονείς της Μαρίας, ο Αργύρης, η Ειρήνη, ο Θωμάς, η μικρή Μάγδα, η Αρετή, οι «Εκείνοι» είναι οι συμπρωταγωνιστές της, που ο καθένας τους μού δημιούργησε συναισθήματα θυμού, οργής, λύπησης, συμπόνιας. Δεν μπορείς να μη θυμώσεις και εξοργιστείς με τον Αργύρη, τον αδελφό της Μαρίας, που ως σπουδαγμένος συμπεριφέρεται απάνθρωπα στους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες. Δεν μπορείς να μη λυπηθείς τον Θωμά, τον άντρα της Ειρήνης, που είναι έρμαιο της γυναίκας του και οι κοινωνικές αλυσίδες δεν τον αφήνουν να στηρίξει τη Μαρία. 

Οι ιστορίες των κατατρεγμένων ανθρώπων που έφτασαν στην Ελλάδα για να σωθούν, γνωρίζοντας ότι είναι η χώρα της φιλοξενίας, της αλληλεγγύης σε συγκλονίζουν, όπως συγκλονίζουν και βουρκώνουν τη Μαρία. Τους νιώθει ανθρώπους της, κάνει την αυτογνωσία της, παίρνοντας πάνω της όλες τις τύψεις των δικών της. Αγωνίζεται για να τους προστατέψει. Δάκρυα απογοήτευσης έρχονται στα μάτια σου και θυμώνεις μ’ όλους αυτούς που φαίνονται καλοί Χριστιανοί αλλά δεν είναι. Δάκρυα αυτογνωσίας έρχονται συνειδητοποιώντας για το που πάμε, τι είμαστε, τι μέλλον έχουμε ως ανθρωπότητα. Δυστυχώς μόνο στις κηδείες συνειδητοποιούμε τη θέση μας και μετά το ξεχνάμε για να αρχίσουμε πάλι να φανερώνουμε την απληστία μας. Νιώθουμε θυμό για την μικρή κοινωνία του χωριού που ενώ δέχτηκε πρόσφυγες, δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Που το Εγώ τους γκρέμισε το εμείς και έτσι χάθηκαν οι αξίες της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς. 

«Το πουλί δεν φιλιώνει με τον άνθρωπο. Δεν τον εμπιστεύεται. Καταλαβαίνουν πως τα περιμένει το κλουβί και ο θάνατος.» Η Μαρία αναρωτιέται πως αυτά μπορούν να μοιράζονται ένα δέντρο χωρίς να τρώγονται συναμεταξύ τους γιατί ξέρουν πως το δέντρο δεν τους ανήκει αλλά μοναχά ο αέρας. Ενώ ο άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει για ένα δέντρο, μια πηγή, ένα σύνορο, όπως γράφει η συγγραφέας. Μήπως έχει άδικο; Ας θυμηθούμε στα χρόνια της πανδημίας που όταν οι άνθρωποι φυλακίστηκαν στα σπίτια τους, η φύση ήταν στα καλύτερά της. Ακούγαμε ήχους που τους είχαμε ξεχάσει. Η Μαρία ένιωθε και η ίδια πρόσφυγας. Ζώντας τη βία της οικογένειάς της, ξεπέρασε φόβους, έσπασε τις αλυσίδες, προσέφερε αγάπη σ’ αυτούς που την απαξίωναν. Η Μαρία κράτησε τις αξίες και τα ιδανικά διαβάζοντας πολλά βιβλία, ήξερε να ακούει και να συμπονά. Αγάπησε κι αυτό μαζί με πολλά άλλα που θα διαβάσετε, μ’ έκαναν να λατρέψω το βιβλίο. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα! Καλοτάξιδο να είναι Ελένη Πριοβόλου! 

«Μαμά με Εκείνους που γίνονται εμείς, ανακαλύπτω τον εαυτό μου». 

«Είναι η ζωή μου με έναν Ροχίγκια. Έναν άπατρι όπως είναι τα πουλιά».