Η Χρύσα Ζανεσή- Αλεξάκη γεννήθηκε στην Κρήτη και ζει μόνιμα στη Ρόδο με τον σύζυγό της. Είναι μητέρα δύο παιδιών και γιαγιά δύο αξιαγάπητων εγγονιών. Έχει βραβευτεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών με το διήγημα «Άρωμα ελευθερίας» και από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου για το «Ασήκωτη η προσμονή». Αρκετά από τα διηγήματα της υπάρχουν σε συλλογικές εκδόσεις. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και έχει λάβει μέρος σε αρκετές επιτυχημένες παραστάσεις. Βιβλία της ίδιας: «Σερφάρω Αγάπη μου .. Σερφάρω» 2013. «Έρωτας με χρώμα φεγγαριού» 2014 και «Έρωτας δυνάστης» 2015.
«Ους ο θεός… χωριζέτω» λοιπόν. Είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως που έρχεται στα χέρια μου. Από τις εκδόσεις Πνοή με επιμέλεια του Δημήτρη Καραναστάση που επιμελείται όλα τα βιβλία των εκδόσεων της Πνοής.
Καλαίσθητο, με ένα εξώφυλλο που δεν κρύβω, ήταν η αιτία της επιλογής μου, φωτεινό, με χιούμορ και χρώμα. Το δικαίωμα της ζωής του κάθε ανθρώπου! Μιλά για τη Καίτη, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που ζει σ΄ ένα μικρό χωριό της Ρόδου. Πού όπως κάθε κοπέλα θέλει να ζήσει την ανεμελιά των χρόνων της, να φλερτάρει και να ερωτευτεί. Όμως οι γονείς της έχουν άλλα σχέδια γι αυτήν. Στην τρυφερή ηλικία των δεκαπέντε χρονών αποφασίζουν να την παντρέψουν παρά τη θέλησή της. Είναι η πρώτη από τα πέντε παιδιά της οικογένειας -το τελευταίο είναι αγόρι- ο γιός που ήρθε και τους κάνει περήφανους. Όσο είναι μικρός τουλάχιστον. Που του κάνουν τα χατίρια γιατί ακριβώς είναι ο «γιός». Η Καίτη λοιπόν θα σηκώσει πρώτη τον σταυρό του γάμου. Χωρίς να προλάβει να χαρεί την εφηβεία της, τα νιάτα της, με μια μάνα που κάνει κουμάντο στη ζωή της και με έναν πατέρα που συμφωνεί μαζί της γιατί θα υπάρχει ένα πιάτο λιγότερο στο τραπέζι. «Μη σκέφτεσαι έτσι» της λέει, «να σκέφτεσαι ότι θα έχουμε ένα στόμα λιγότερο. Εμένα αυτό με νοιάζει».
Το πιστεύω του είναι ότι τα κορίτσια πρέπει να παντρεύονται νωρίς, να κάνουν παιδιά και να φεύγουν από το σπίτι. Η Καίτη όμως της ιστορίας δεν είναι μια συνηθισμένη έφηβη. Είναι έξυπνη, πεισματάρα με μια έμφυτη ροπή προς την ελευθερία, την οποία δεν έχει σκοπό να θυσιάσει για χάρη κανενός. Από την αρχή που της το ανακοίνωσαν ως τετελεσμένο γεγονός η λύση ήταν μία, «χωρισμός». Από την ώρα που έμπαιναν τα στέφανα έβαζε στόχο να χωρίσει μόλις ενηλικιωθεί. Οι πάντες ήταν εναντίον της, αλλά εκείνη είχε σύμμαχο την ατσάλινη θέληση και το πείσμα και διεκδικεί επίμονα εκείνο που δικαιωματικά της ανήκει. Τη ζωή της. Στην πορεία, όμως βιώνει κωμικοτραγικές καταστάσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει με το χιούμορ της. Θέλει να ζήσει τη ζωή χωρίς «πρέπει» και «μη».
Λέει η συγγραφέας για το βιβλίο της : «Ποτέ δεν είναι αργά να κυνηγήσουμε και να πραγματοποιήσουμε τα όνειρα μας. Όσο για τα «πρέπει» ας τα αφήσουμε εκεί που πρέπει, αν και αρκετές είναι οι φορές που δεν μπορούμε να τα παραβλέψουμε».
Το βιβλίο είναι αληθινή ιστορία. Δυστυχώς όμως αυτά που διαδραματίζονται μέσα στις σελίδες του, έχουν συμβεί σε πολλές γυναίκες στα σύνορα της χώρας. Και στο στενό μας περιβάλλον σίγουρα θα υπάρχουν γυναίκες που οδηγήθηκαν σε ένα γάμο που της επέβαλλαν. «Τι γονείς είναι αυτοί; Παιδί τους είμαι. Γιατί δεν δέχεται να μ' ακούσει η μάνα που με γέννησε;» Πράγματι, το βιβλίο προβληματίζει, συγκινεί με τις προσπάθειες που κάνει αργότερα η Καίτης να μεγαλώσει τα παιδιά της, τα αντράκια της, όπως τα αποκαλεί.
Σε εξοργίζει με τις απαιτήσεις της μάνας της που θα την δεχτεί και πάλι στο σπίτι μόνο αν γυρίσει στον άντρα της, που της μιλά για τον κόσμο που κουτσομπολεύει και την αποκαλεί με ακατανόμαστες λέξεις γιατί άφησε τον άντρα της. «Να βάλεις την ουρά στα σκέλια και να πας πίσω. Εγώ σε πάντρεψα και επιστροφές δεν δέχομαι, τ' ακούς; Σ' αυτό το σπίτι δεν υπάρχει καμιά θέση για σένα. Μόνο σαν επισκέπτρια, κι αυτό, αν γυρίσεις στον άντρα σου». Θυμώνει με τη πεθερά της που καλύπτει τον γιο της στις βρομοδουλειές του και μιλά για την ίδια με υποτιμητικό τρόπο και λόγο. Η αναγνώστρια συμμετέχει στις αποφάσεις της και την χειροκροτεί όταν τις πετυχαίνει. Κι όταν έφυγαν όλες οι κόρες και έμεινε ο γιος που θα τους έκανε περήφανους στο σπίτι, πράγμα που δεν έγινε, η μάνα είπε: «Όλα όσα ακούγονται είναι κακίες του χωριού…» Την δύναμη της χάρηκε η Μαρίνα που της στάθηκε σαν μάνα. Τη συμβούλεψε και της έδωσε λίγη περισσότερη δύναμη όταν πήγε να γονατίσει. «Άλλοι πρέπει να κλαίνε και όχι εσύ. Αυτοί που στο μέλλον θα ζητήσουν τη βοήθεια σου. Κι εσύ θα τους τη δώσεις. Ακούς; Να τη δώσεις... Εσύ που κατέχεις καλά τον πόνο της απόρριψης».
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Οι γονείς της φάνταζαν από πάνω της σαν δυο αρπακτικά, έτοιμα να κατασπαράξουν τις σάρκες της, δηλαδή τη ζωή της…»«Λύκοι είστε και ύαινες που κατασπαράζετε τα θύματα σας. Εγώ δεν θα σκύψω το κεφάλι να με κατακρεουργήσετε, θα μείνω πιστή στις αποφάσεις μου»
«Μην αφήνεις τους άλλους να χαλάσουν ξανά τη ζωή σου. Έκανες τη μεγάλη βουτιά, κολύμπησες και βρέθηκες στην αντίπερα όχθη. Μη κοιτάς πίσω. Πάτα γερά στα πόδια σου και προχώρα. Άσε το παρελθόν και κοίτα το μέλλον σου... Όλοι αυτοί που προσπαθούν να σε καταρρακώσουν μια μέρα θα ζητάνε τη βοήθεια σου. Αυτή θα είναι η δικαίωση σου».
«Εγώ είμαι ελεύθερη Μαρίνα μου, δεν φυλακίζομαι. Γι αυτή την ελευθερία πολέμησα, πληγώθηκα και πόνεσα. Δεν είμαι διατεθειμένη λοιπόν να τη χάσω» «Όταν αγαπάμε αφήνουμε ελεύθερο τον άλλον να μας αγαπήσει. Δεν τον καταπιέζουμε...»
Δεν θέλω να πω περισσότερα για το βιβλίο. Καλοτάξιδο να είναι και ας μείνουν μόνο ανάμνηση για τη ζωή και τα όνειρα τόσων γυναικών που θυσιάστηκαν στη κοινωνική νοοτροπία μιας αλλοτινής εποχής.