«Εν αρχή ην ο φόβος/και ο φόβος εγέννησε το Θεό/ και ο Θεός από τον φόβο της Παντοδύναμης μοναξιάς του εγέννησε τον άνθρωπο/ για να τον σκλαβώσει στον ίδιο του το φόβο.»
Με ένα φόβο μεγαλώσαμε γενιές και γενιές. Μη, πρόσεχε, μη μιλάς… είναι μερικές από τις λέξεις που στιγμάτισαν τη ζωή μας. Οικογένεια, εκκλησία, σχολείο, επάγγελμα, πολιτική και πολιτικοί. «Έχτισαν» μια φοβισμένη γενιά οι πρώτοι ώστε να τη βρουν «έτοιμη» οι τελευταίοι, οι πολιτικοί να κουρσέψουν το κορμί της. Κι όχι μόνο η γενιά των πενηντάρηδων που ζήσαμε τα χρόνια της δικτατορίας μα αιώνες τώρα «κέρδιζαν» πάνω στο φόβο. Όλο το πολιτικό σύστημα επενδύει πάνω στο φόβο. «Κάθισε ήσυχα, μην αντιδράς, μην αντιστέκεσαι γιατί θα γίνει πόλεμος». Και εμείς φοβούμενοι τον πόλεμο μαζευόμαστε σιωπηλοί γιατί η χώρα μας υπέφερε από τους διάφορους πολέμους και δε θέλουμε να ξαναζήσουμε τη συμφορά. Πολύ σωστά λοιπόν έκανε η αγαπημένη συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου που έκανε μότο της το παραπάνω επιμύθιο.
Η Ελένη Πριοβόλου με τριάντα συγγραφικά χρόνια στις πλάτες της, με παιδικά βιβλία επί το πλείστον μα και για ενήλικες όπως η υπέροχη τριλογία «Όπως ήθελα να ζήσω» κάθε φορά μας αφήνει άφωνους και προβληματισμένους μετά την ανάγνωση των έργων της. Προσωπικά με μάγεψε με την άρτια γλώσσα της μα και τις ιστορικές της γνώσεις. Δικαιωματικά, το 2010 της απένειμε το βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ. Η καθαρότητα του λόγου της, οι γεννημένες λέξεις που βγάζει η καρδιά της είναι αυτά που κερδίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας το. Επίσης έχει αποσπάσει το Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για Μεγάλα Παιδιά του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο της Το σύνθημα (2009).
Είναι ολοφάνερο στον αναγνώστη που θα διαβάσει το νέο αυτό βιβλίο της ότι η συγγραφέας ασχολήθηκε με αυτό το θέμα του φόβου ερευνητικά για να δει τις συνέπειες που έχει στην ανάπτυξη του ανθρώπου μέσα στη κοινωνία. Τοποθετεί τις ηρωίδες της, την Αρίστη και τη Διαλεχτή στη κρίσιμη ιστορική περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή γύρω στο 1916. Τότε που η Ελλάδα ήταν χωρισμένη στα δύο, με τον Βενιζέλο που πιέζει να βγει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Σαντάν και τον βασιλιά που στο πλευρό των συμμάχων αγωνίζεται να μη βγει στο πόλεμο εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των Γερμανών και του Κάιζερ.
«Ο θησαυρός της χώρας. Ο πλούτος της !Αντί να στραφούμε στους ιδίους θησαυρούς, ούτως ώστε να αναπτύξουμε μια αξιοθαύμαστη εθνική οικονομία, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ενισχύσουμε τα οικονομικά συμφέροντα των ξένων»
Ο τόπος όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα είναι η περιοχή της Αιτωλίας γιατί πρώτον είναι ο χώρος καταγωγής της και το γνωρίζει πολύ καλά. Και δεύτερον γιατί μετά από τις πολλές αφηγήσεις των παππούδων της που άκουγε πώς μεγάλωσαν κατάλαβε ότι έζησαν μέσα σε ένα πολύ σκληρό εκπαιδευτικό σύστημα με τη θέση της γυναίκας υποταγμένη και φοβισμένη. Φυσικά δεν μπορούν να γίνουν επαναστάσεις έχοντας ένα λαό υποταγμένο στο φόβο. Φυσικά η ιστορία της απλώνεται σε όλο τον Ελλαδικό χώρο με συνταραχτικά γεγονότα που μαθαίνουν τον αναγνώστη την άγνωστη για πολλούς ιστορική περίοδο.
«Καλά τους είπε η δεσποινίς Ασπασία στη κατήχηση πώς ο Βενιζέλος εκπροσωπεί τον Βελζεβούλ και πως τις κρίσιμες αυτές στιγμές θα πρέπει οι Έλληνες να βρίσκονται με ομοψυχία κοντά στον ελέω Θεό βασιλιά τους»
Δύο κορίτσια –φίλες επιστήθιες, σχεδόν αδελφές– μεγαλώνουν στην ελληνική ύπαιθρο, σε περιβάλλον ασφυκτικό, που τις εκπαιδεύει στο κυρίαρχο μοντέλο ηθικής, εμφυσώντας τους το φόβο και την ενοχή. Η Αρίστη, φύσει ανήσυχη ανακαλύπτει τις πηγές του φόβου μέσα από την έρευνα και τη μάθηση. Αναζητεί αλήθειες γύρω από τη θέση της σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, την ελευθερία της σκέψης, την πολιτική και τον έρωτα.
«Πατέρα! Θα γίνω δασκάλα! Θα γίνω ελεύθερη! Πατέρα! Δεν φοβάμαι, πατέρα! Μ’ ακούς;»
Φυσικά χάρη των επαναστατικών αλμάτων για την εποχή βρίσκεται πάντα μπλεγμένη ενώ η Διαλεχτή μένει στα «αβαθή» και «σίγουρα» νερά· αθάρρευτη και αδρανής, κάνει κάθε φορά μικρά και δειλά βήματα στη ζωή. Η Διαλεχτή συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και είναι η αιτία πολλών καβγάδων με την Αρίστη η οποία θέλει στην αρχή να τη βοηθήσει μα δεν τα καταφέρνει. Η σχέση των δύο κοριτσιών δοκιμάζεται όταν ανάμεσά τους μπαίνει ο Διονύσης Αρχοντής, άντρας ορμητικός, το αρχέτυπο του Βάκχου. Έκτοτε, οι δύο φίλες πορεύονται με δύο εαυτούς: τον φανερό και τον κρυφό. Η εποχή έχει μεγάλο λογοτεχνικό ενδιαφέρον, καθώς ακόμα οι άνθρωποι της υπαίθρου συμβίωναν με τους μύθους και τις δοξασίες. Ήταν υποταγμένοι στο εθιμικό δίκαιο ως θέσφατο και οι εδραιωμένες πεποιθήσεις περί θρησκείας και ηθικής καθόριζαν ολόκληρη τη καθημερινότητα τους. Ενώ την περιοχή της Ακαρνανίας δεν την άγγιξε άμεσα ο πόλεμος, γεύτηκε όλα τα δεινά του Διχασμού, από το φασιστικό κίνημα των Επιστράτων, μέχρι το ανάθεμα εναντίον του Βενιζέλου και έζησε όλες τις συνέπειες της πολιτικής αστάθειας και των ποικίλων στρατιωτικών κινημάτων που δημιουργούσαν έναν διαρκή φόβο και αγωνία για το αύριο.
«Δεν φταίει το αίμα μας. Οι πολιτικοί φταίνε για ούλα. Άφησαν τους ξένους να ανακατευτούν στα οικογενειακά μας. Έτσι, αυτοί κάνουν τώρα κουμάντο»
Η τότε κοινωνία προσηλωμένη στο τρίπτυχο, πατρίς, ορθοδοξία, οικογένεια, προσπαθούσε να χειραγωγήσει τους νέους οι οποίοι δεν κατάφερναν να αντιδράσουν. Όταν η Αρίστη άρχισε να επαναστατεί και να αντιδρά από μικρή στους φόβους υπερπηδώντας τα εμπόδια τους και πασχίζοντας να κατακτήσει την ατομική της ελευθερία, η Διαλεχτή, δειλά και δισταχτικά ενώ στην αρχή την ακολουθούσε, στη συνέχεια τρόμαζε από τις «αμυαλιές» της Αρίστης, και εγκλωβίστηκε στο φόβο και στην ενοχή. Δεν τολμούσε τα μεγάλα βήματα αλλά έμενε στη σκιά της χωρίς ακόμη να ονειρευτεί. Ούτε αυτό δεν της επέτρεπαν, το όνειρο μιας άλλης ζωής. Η συγγραφέας μέσα από τις δυο ηρωίδες της μας τοποθετεί απέναντι στην αλήθεια που δεν τολμούμε κάποιοι να «ξύσουμε.» Όσο διαβάζουμε το βιβλίο προσπαθούμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα όπως πώς βρίσκει κάποιος το δρόμο για την ελευθερία; Υπάρχει άραγε ελευθερία; Πόσα μέτωπα ανοίγονται σε όποιον δε βολεύεται, ανησυχεί, παίρνει αντίθετους δρόμους από αυτούς που θέλουν να τον οδηγήσουν ως άβουλο πλάσμα; Τα καταφέρνει τελικά εκείνος που θέλει να κάνει την ανατροπή του για να αισθανθεί ελεύθερος.; Μπορούμε να τον ακολουθήσουμε;
«Αν ήξερε ο ελληνικός λαός ό,τι του έμελλε να πάθει ψηφίζοντας τον Γούναρη, θα ζητούσε τη ψήφο του πίσω….. Γεύσου λοιπόν πένητα λαέ τα αποτελέσματα της επιλογής σου»
Η συγγραφέας φτάνοντας στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής μας οδηγεί με τη πένα της σε μια πολύ συγκλονιστική σκηνή. Με μετέφερε νοερά στην εγκατάσταση των προσφύγων στο Βραχώρι,το σημερινό Αγρίνιο και την άσχημη αντιμετώπιση των ντόπιων απέναντι τους. Όπως όταν οι χωροφύλακες δεν επέτρεψαν να μπουν οι πρόσφυγες στα βαγόνια των επιβατών μήπως είχαν χολέρα και τους κολλήσουν. Σαν να άκουσα τον Ερμή να φωνάζει, «…..Ελάτε στη θέση τους και σκεφτείτε πώς αύριο μπορεί να είστε εσείς από τη μεριά τους αν το αποφασίσουν οι δυνατοί της γης ».
Μια ακόμη δυνατή εικόνα του βιβλίου- που δεν είναι λίγες- ήταν όταν ήρθε η ώρα η Αρίστη να απολυθεί από την εκπαίδευση λόγω των επαναστατικών αλμάτων της με τη κατηγορία, «ότι εισάγει εις τας ψυχάς των μαθητών τον σκώληκα του μαρξισμού και παροτρύνει αυτούς εις την αθεΐα».
Δε φοβήθηκε όμως αλλά τόλμησε και έγραψε μεταξύ άλλων ένα δριμύ κατηγορώ στην εφημερίδα, «…Η ολιγαρχική φαυλοκρατία και ο φασισμός χρειάζονται πειθήνια όργανα και ουχί σκεπτόμενους πολίτας. Χρειάζονται άβουλα και ετερόφωτα όντα…». Γι αυτό το βιβλίο θα ήθελα να γράφω ώρες αφού οι τσακισμένες σελίδες που κράτησα για να σας ταξιδέψω στο βιβλίο της συγγραφέως είναι αρκετές. Προσπάθησα να σας δώσω το κλίμα του μυθιστορήματος, το κέντρισμα ώστε να το διαβάσετε και στο τέλος να λυτρωθείτε από τους φόβους.
Να αφαιρέσετε με τη γόμα της ψυχής όσα σας πιέζουν και να κάνετε το επόμενο θαρραλέο βήμα στη ζωή σας. Όλοι είναι ικανοί να σας οδηγήσουν σε ένα απύθμενο τέλμα αν εσείς τους επιτρέψετε…. Το Bookia εύχεται στην αγαπημένη συγγραφέα Ελένη Πριοβόλου να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο της κι ας γίνει αφορμή προβληματισμού, σκέψης και αλλαγή σελίδας για όποιους θέλουν να τολμήσουν το επόμενο βήμα
«Πότε είδε ο φτωχός καλό από την πολιτική;» « Γιατί δεν το καταλαβαίνουν οι άντρες και κάνουν συνέχεια τα ίδια;» …….Ναι, μα όταν μας κάλεσαν οι κυράδες με τα κοντοφούστανα να ανοίξουμε δικό μας συνεταιρισμό και να πάμε σε σύλλογο για ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, καμιά μας δεν πήγε» «Μονάχα οι πρόσφυγες. Αυτές τις αφήνουν οι άντρες τους»
«Αν είμαστε δεμένοι, όλα τα ξεπερνούμε. Να όμως που μας κάνουν να βγάζουμε τα μάτια μας»
Έχει ο Θεός! Ας έχουμε ελπίδα» «Η ελπίδα είναι το όπιο του λαού! Τον αποκοιμίζει, και αποτραβιέται από τους αγώνες..»
Η Αρίστη γέλασε «Αννέζω, σε όλη μου τη ζωή κάνω βουτιές στο φόβο και έμαθα καλό κολύμπι»