Ανδρέας Μήτσου, μιλάει για την «Παγίδα, Βίωμα και γραφή» στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

andreas mitsou

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Ο Ανδρέας Μήτσου έχει εκδώσει εννέα συλλογές διηγημάτων, επτά μυθιστορήματα και δύο νουβέλες. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου, με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια, με το Βραβείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (Ουράνη) για τη συλλογή διηγημάτων Σφήκες και με το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ) για τη νουβέλα του Ο κύριος Επισκοπάκης.

Σπούδασε Φιλοσοφία (PhD), Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία και Αγγλική Λογοτεχνία. Έχει διδάξει Δημιουργική Γραφή και Θεωρίες Αφήγησης στο ΕΚΕΒΙ, στη Φιλοσοφική Σχολή και στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, στον Ιανό, στη FNAC κ.ά. Εργάστηκε ως φιλόλογος και ως σύμβουλος φιλολόγων στη δημόσια εκπαίδευση.

Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και ρωσικά.

Τον συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου τον γνωρίζω πολλά χρόνια συγγραφικά αλλά μας συνδέει και η κοινή καταγωγή. Πρώτη φορά όμως του παίρνω συνέντευξη και αφορμή είναι το νέο του βιβλίο «Η παγίδα-Βίωμα και γραφή», από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Κύριε Ανδρέα Μήτσου ευχαριστώ που μου παραχωρείτε συνέντευξη για λογαριασμό του Bookia. Τo πρόσφατο βιβλίο σας «Η παγίδα» είναι μια λογοτεχνική αναδρομή από τότε που ξεκινήσατε το ταξίδι της συγγραφής για εσάς. Ο λόγος που το εκδώσατε ήταν ότι κλείνει ένας κύκλος για εσάς κι ανοίγει ένας καινούργιος ή είχατε την ανάγκη να ξανασυστηθείτε με τους αναγνώστες σας;

Διαπίστωσα, περιδεής πως, μετά από τόσα βιβλία, έχω καταστεί κι ο ίδιος ένας μυθιστορηματικός ήρωας, αποπειρώμενος να «ερμηνεύσω» τις ιστορίες μου. Ίσως, ο κάθε δημιουργός σε μία ανάλογη περιπέτεια να εμπλέκεται όταν επιχειρεί να «δει» τον εαυτό του μέσα από τα γραφτά του. Να πέφτει τότε στην «παγίδα» τους. Αυτό προσπαθώ να διευκρινίσω – κατανοήσω, καθώς ανατρέχω σε κάθε ένα βιβλίο μου κι ετούτη την απόπειρα ονομάζω «παγίδα της γραφής». Όσο για τους «κύκλους» φοβάμαι πως διαρκώς περιδινίζομαι, αφού δεν μπορώ να βρω αρχή και τέλος.

Το εξώφυλλο να το θεωρήσουμε συμβολικό; Μπορούμε να πούμε ότι κρύβει τα βιώματα σας από την παιδική σας ηλικία;

Ο νεαρός Μανουέλ Οσόριο, του Γκόγια, αντικρίζει με παιδική ματιά τον κόσμο, όπως και ο Γκόγια τον εαυτό του. Υπάρχει, λοιπόν, το κλουβί, η φυλακή για τον δημιουργό, η κίσσα που καταβροχθίζει την καλλιτεχνική του ταυτότητα, η εξουσία που χρησιμοποιεί τον καλλιτέχνη, υπάρχει κι η γάτα που καραδοκεί ως απειλή θανάτου, που υποδηλώνει ένα μέλλον δυσοίωνο.

Στη σελίδα 105 έχετε γράψει «Ιδανικός καθρέφτης είναι η γραφή για ν’ αντικρίσεις έξω από σένα τον εαυτό σου, γυμνό και απροστάτευτο» Πιστεύω πως είναι πρόταση-κλειδί για τους νέους συγγραφείς. Να ξεγυμνώνονται ψυχικά και να ξεδιαλύνουν μέσα τους αν είναι έτοιμοι να γράψουν. Πείτε μας τη δική σας άποψη.

Δύσκολο το ξεγύμνωμα. Όταν «συντελεσθεί» πάντως η γραφή, λάβει υπόσταση, εκεί βλέπεις ποιος είσαι. Τώρα, πρόταση για «νέους συγγραφείς» δεν έχω, αφού πιστεύω πως δεν υπάρχουν «νέοι συγγραφείς». Όποιος γράφει, το πρώτο που αποποιείται είναι η ηλικία του, η χρονικότητα, ο αντικειμενικός, λεγόμενος, χρόνος. Αυτόν καταργεί κι αναδομεί μέσω των γραπτών του. Κανείς δε δικαιούται να επικαλείται και να επενδύει στη συγγραφική προοπτική του, υπάρχει μόνο η προοπτική του βιβλίου. Ο στερεότυπος και σχηματικός ηλικιακός διαχωρισμός συνιστά τον απόλυτο ρατσισμό, υπακούει και εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες. Το κάθε βιβλίο είναι συντελεσμένο κι ανεξάρτητο. Σαν τον εξεγερμένο έφηβο, αποσκιρτά από την πατρική συγγραφική κηδεμονία.

Η λογοτεχνία έρχεται να εκπληρώσει τις αδυναμίες, τις εμμονές και τις ενοχές των συγγραφέων;

Προσφέρει ρυθμό στον δημιουργό, μια πρόσκαιρη μάλλον, ειρήνη, μία αρμονία, ίσως.

Όποιος δεν έχει διαβάσει τα βιβλία σας μέχρι σήμερα, μπορεί να τα διαβάσει στο εν λόγω βιβλίο. Αλλά πιστεύω πως θα είναι πιο τυχεροί όταν θα διαβάσουν και τα βιώματα σας που σας οδήγησαν στη συγγραφή τους. Οι συγγραφείς θέλουν να γνωρίζουν οι αναγνώστες τους τις μύχιες σκέψεις τους ή προτιμούν να κρατούν κρυφά τα χαρτιά τους;

Απαιτεί μια ιδιαίτερη ευαισθησία για να μπορέσει κάποιος να αποκρυπτογραφήσει μύχιες σκέψεις και μυστικά του άλλου. Ο συγγραφέας αποζητά τον προσδοκώμενο αναγνώστη, που τον θεωρεί εν δυνάμει σύντροφο και αδερφό και συνοδοιπόρο.

Ο τόπος σας η Αμφιλοχία είναι η αρχή του συγγραφικού σας ταξιδιού, η μήτρα όπου γεννήθηκαν πολλά από τα διηγήματα σας αφού τη συναντούμε συχνά μέσα στα βιβλία σας. Πιστεύετε πως ο κάθε τόπος είναι η μήτρα της δημιουργίας για τον κάθε συγγραφέα, όσο κι αν είναι αφιλόξενος;

Ναι, για όλα «φταίει» ο τόπος, αφού χαιρέκακα επιμένει όλο να μας θυμίζει. Έναν τόπο ψάχνουμε μια ζωή, για να εγκατασταθούμε. Μια επιστροφή προσδοκούμε, σε μια Αμφιλοχία, που τη σκεπάζει διαρκώς η ομίχλη.

Η λογοτεχνία έρχεται να εκπληρώσει τις αδυναμίες, τις εμμονές και τις ενοχές των συγγραφέων;

Άμα ξεφύγεις από την επιτήρηση του εαυτού, τότε μόνο κελαηδάς. Προς τούτο χρησιμοποιείς χίλιες μάσκες. Ωστόσο, η αποστασιοποίηση ή η συνάντηση του αυθεντικού εαυτού, εναπόκειται σε παράγοντες αστάθμητους, όχι πάντως στη δουλειά. Στην αγάπη ίσως. Στο τραύμα και τη διεργασία επούλωσής του, περισσότερο.

Στη σελίδα 230 γράφετε τα λόγια που σας είπε η μητέρα σας «Ποιος θεός σε καταράστηκε»; Μα αν δεν τη γράψεις με χίλιες παραλλαγές μια ιστορία μπορείς να νιώσεις ποτέ ικανοποιημένος; Αν δεν ματώσει η πέννα πώς θα φτάσει η ψυχή σου στον αναγνώστη;

Όποιος σε αγαπά σε θέλει στο «εδώ», κοντά του, όχι στο «επέκεινα», μακριά του. Η διαφυγή συνιστά ίσως την ύβρι. Γιατί δεν αρκούμαστε, άραγε, στα «προς ποσίν», όσα είναι μπροστά μας, και αποζητούμε «τ’ αφανή»; Γιατί παιδευόμαστε; «Κανείς δεν ξέρει πόσο παιδεύτηκα για να φαίνεται πως δεν παιδεύτηκα καθόλου», έλεγε ο Μπεράνης (στο κείμενο, βέβαια, δεν πρέπει να φαίνεται ο παιδεμός, πρέπει να ρέει απαλό κι ανάλαφρο –άλλο η ελαφρότητα, άλλο η ελαφράδα), όμως παιδεύεται ο συγγραφέας, πιστέψτε με, καταβάλλει ακριβό τίμημα, τι αμαρτίες πληρώνει, δεν το ξέρει.

Έχετε βραβευτεί με τα Κρατικά βραβεία Διηγήματος και Μυθιστορήματος, με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών αλλά και με το βραβείο των Αναγνωστών. Εκτός της δικαίωσης και της αναγνώρισης που τύχατε, σας έδωσε μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες σας; Τι θα συμβουλεύατε τους νέους συγγραφείς;

Ευθύνη; Όχι. Τα βραβεία αποτυπώνουν μόνον την αισθητική όσων κρίνουν. Οπότε έχουν αξία όταν εκτιμάς όσους σε τίμησαν, ωστόσο κανείς σοβαρός άνθρωπος δε γράφει για τα βραβεία. Πρέπει πρώτα να υπάρχει το έργο για να πορευτεί το βιβλίο. Καλό είναι πάντως, να παίρνεις όποια χαρά σου έρχεται. Όσοι αγανακτούν για την όποια διάκριση του άλλου, εμφορούνται από φθόνο. Πάντως, τα βραβεία είναι άσχετα με το κάθε βιβλίο, δεν το αφορούν, όπως και ο συγγραφέας τους, ο οποίος, αφού εκδόσει το βιβλίο του, είναι ξένος πλέον προς αυτό και δεν του ανήκει.

Λογοτέχνης ή συγγραφέας; Ποια είναι η κυριολεκτική έννοια των λέξεων αυτών και πόσο επικίνδυνο είναι για ένα νέο συγγραφέα στην πορεία του να αυτοαποκαλείται λογοτέχνης;

Λογοτέχνης, όχι, δεν υπάρχει τέχνη του λόγου, καθορισμένη. Ούτε είναι ταυτότητα και μάλιστα μόνιμη, η συγγραφική. Ο καθένας, άμα «συναντήσει» τον αυθεντικό εαυτό και βιώσει μια πραγματικότητα, τότε γίνεται δημιουργός. Εάν αυτό έχει όντως συντελεστεί, το διαπιστώνει ο αναγνώστης, ανάλογα με την προσληπτική του δυνατότητα.

Η «Παγίδα-Βίωμα και γραφή» είναι γεμάτο μνήμες. Μπορούν οι συγγραφείς να υπάρχουν χωρίς αυτές;

Όλα είναι μνήμη κι ελπίδα.

Τι πρέπει να χαρακτηρίζει τον συγγραφέα; Διδάσκεται η γραφή;

Να θυμάται, και να μπορεί ν’ αγαπά. Να απαρνηθεί το ναρκισσιστικό εγώ του και να ταπεινωθεί. Επίσης, όλα διδάσκονται, «από την τσαγκαρική ως τον έρωτα», έλεγε ο Θανάσης Βαλτινός. Το ποιος μπορεί όμως να ακούσει, είναι το θέμα, και ακόμα περισσότερο, το ποιος μπορεί να διδάξει.

Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Ποια είναι τα συστατικά που πρέπει να έχει ένας νεόκοπος συγγραφέας για να προχωρήσει τη συγγραφή του Συγγραφέας και αφηγητής δεν είναι το ίδιο πρόσωπο; Δεν αφηγείται αυτά που θέλει να εκμυστηρευτεί ο συγγραφέας στους αναγνώστες του; Κι αν όχι πόση σκληρή δουλειά χρειάζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα ν’ αποστασιοποιηθεί από αυτόν;

Καλό είναι, όποιος θέλει να εκφραστεί, να το κάνει. Θα βρει τον αποδέκτη της γραφής του. «Είμαστε η ερμηνεία μας», έλεγε ο Σεφέρης. Ευθύνη του αναγνώστη να βρει ό,τι τον εμπεριέχει και να μην ακολουθήσει τον συρμό.

Στη σελίδα 230 γράφετε τα λόγια που σας είπε η μητέρα σας «Ποιος θεός σε καταράστηκε»; Μα αν δεν τη γράψεις με χίλιες παραλλαγές μια ιστορία μπορείς να νιώσεις ποτέ ικανοποιημένος; Αν δε ματώσει η πέννα πώς θα φτάσει η ψυχή σου στον αναγνώστη;

Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, εξελίσσεται και μεταλλάσσεται και αποτυπώνει τις νέες πραγματικότητες της ζωής. Όσοι δυσφορούν «για τη φθορά της», τρέμουν, γιατί χάνεται η δική τους, η προσωπική τους γλώσσα. Γι’ αυτό καθίστανται εμπαθείς και μισαλλόδοξοι. Ούτε «πρέπει» να πλουτίσουμε καμία γλώσσα, αυτή πλουτίζει ή στεγνώνει αφ' εαυτής, είναι καθρέφτης μας, δε ζει έξω από μας. Κι εγώ μελαγχολώ, που ίσως δε διαβάζουν πολλοί τους κλασικούς, αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βελτιώνω το ύφος μου. Ένας μουσικός της όπερας π.χ., λυπάται που το κοινό του είναι ανίδεο. Τι άλλο μπορεί να κάνει όμως, από το να βελτιώνεται ο ίδιος;

Γράφετε στη σελίδα 502 πως μετά από τόσα βιβλία καταλάβατε πως δε γίνεται ν’ αλλάξετε πια τον εαυτό σας, ν’ απαλλαγείτε από αυτόν. Να μ’ επιτρέψετε αλλά λέμε στους αναγνώστες για να τους πείσουμε πως «ένα βιβλίο θα σας αλλάξει τη ζωή». Δε συγκρούονται αυτά τα δυο;

Είδατε, στην αρχή της «Παγίδας», απαλλάσσομαι από «την σκουριασμένη πανοπλία», τη γραφή. Στο τέλος, καταλήγω να αποδεχτώ το καύκαλο, σαν τη χελώνα, το κουσούρι μου. Την δική μου πορεία εκθέτω και λοιδορώ και βέβαια το όλο βιβλίο, πιστεύω, πως αυτή την αλλαγή μου αποτυπώνει, την προσπάθεια ανασυγκρότησής μου. Εξάλλου, πρέπει ο αναγνώστης ν’ ακούει τη σιωπή των λέξεων, το ανάμεσά τους, όχι τις προφάσεις και τις δικαιολογίες του συγγραφέα. Τη δική μου ζωή, ίσως η γραφή μου να μην την άλλαξε, μπορεί όμως να επηρέασε κάποιον αναγνώστη μου. Μετά, που κρύβεται η αλήθεια και που το ψέμα, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, θέλω να πιστεύω.

Τα βιβλία σας έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρωσικά. Πιστεύετε πως το Υπουργείο Πολιτισμού στέκεται υποστηρικτικά απέναντι στους Έλληνες συγγραφείς και των έργων τους και αν όχι ποια μέτρα πιστεύετε πως θα το βοηθήσουν να σταθεί αντάξιο της ξένης λογοτεχνίας;

Δε γίνεται με «μέτρα» να εξάγεις λογοτεχνία. Πρέπει πρώτα να υφίσταται, να υπάρχει, κι αυτό δεν είναι δεδομένο. Όταν το κράτος παρεμβαίνει, κατεστημένες, συλλογικές ιδέες προωθεί και τους ανάλογους αισθητικούς φορείς της. Μια προσωπική, ατομική θέαση του «κόσμου», δε θα το αφορούσε – ωφελούσε. Η λογοτεχνία υποτίθεται αντιμάχεται ό,τι «κρατεί», κυριαρχεί, εξουσιάζει. Είναι πραγματικότητα ανατρεπτική η τέχνη και είναι ευθύνη του συνειδητού αναγνώστη ν’ ανακαλύψει ένα βιβλίο, όχι της πολιτείας, που θα υπακούει πάντα σε σκοπιμότητες η χρήση της.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;

Θεωρώ πολύτιμη τη συνεισφορά του. Αξίζουν συγχαρητήρια και μακάρι να βρει μιμητές. Ποικίλες απόψεις έρχονται στο φως και ο αναγνώστης κρίνει και εξάγει συμπεράσματα.

Πόσο δημιουργικός στάθηκε ο εγκλεισμός παρά τις οδυνηρές συνέπειες του, για τον συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου;

Ίδιος ο εγκλεισμός για κάθε δημιουργό, παρόμοια πάντα η μοναξιά, ελάχιστη η διαφορά, αν την επιβάλλουν οι εξωτερικές ή οι εσωτερικές συνθήκες. Ευχαριστώ για τις καίριες ερωτήσεις και για την ευγένεια και καλοσύνη σας.

Ευχαριστώ πολύ κι εγώ κύριε Μήτσου για τη συνέντευξη και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδη η «Παγίδα» αλλά κι ότι άλλο δημιουργήσετε στο μέλλον.

Δημοσιεύθηκε στο Bookia