Εύα Μαθιουδάκη, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Σώμα ερωτικό»

Η Εύα Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και ζει στην Κηφισιά. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Ελλάδα και τη Γερμανία και εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα Αυτός ο ένας, ο Αρίστος, το 2017 η συλλογή διηγημάτων Μικρά πείσματα και το 2019 το μυθιστόρημα Ο φταίχτης, που συνέγραψε με τον Κωστή Σχιζάκη και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Το 2021 κυκλοφόρησε, επίσης από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, το μυθιστόρημά της Μέρες της Κηφισιάς. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικές εκδόσεις και σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά.

Ασχολείται με τη συλλογή σπόρων και την άνυδρη κηπουρική, και πού και πού μαγειρεύει. Κείμενά της για την ελληνική χλωρίδα δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά περιοδικά και στο περιοδικό Γαστρονόμος της εφημερίδας Η Καθημερινή.

Κυρία Μαθιουδάκη ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Γιατί ο τίτλος «Σώμα ερωτικό», σε μια νουβέλα που αφιερώνεται στην ιστορία μιας μεταφράστριας;

Γιατί οι λέξεις είναι μαγεία και έρωτας, ενώ και η κεντρική ηρωίδα μου, η μεταφράστρια Στέλλα Κ. τις υπηρετεί με όλο της το είναι.

Οι μεταφραστές και οι επιμελητές βιβλίων, αν και κάνουν πολύ σοβαρό έργο, είναι οι αφανείς ήρωες. Τους χαρακτηρίζετε διαμεσολαβητές, μεσάζοντες μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Γι αυτόν τον λόγο γράψατε αυτό το βιβλίο; Για να αναδείξετε την προσφορά τους;

Πολύ σωστά, προσπάθησα να αναδείξω την προσφορά τους, αλλά και να φωτίσω τον μεγάλο αγώνα που έδωσε μια ολόκληρη γενιά, να τιμήσω τους νέους της δεκαετίας του ’30 στη μεγάλη τους προσπάθεια για την ανανέωση των ελληνικών γραμμάτων, στην προσπάθεια τους να γνωρίσουν τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά πράγματα, να ρουφήξουν τη γνώση από που κι αν προέρχονταν και μέσω αυτής να αγωνιστούν για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την αμφισβήτηση παραδοσιακών αξιών.

Πού τελειώνει το πραγματικό και πού αρχίζει η μυθοπλασία στην ιστορία;

Μέσω της μυθοπλαστικής αφήγησης της ζωής της ηρωίδας του βιβλίου Στέλλας Καρατζά, γίνεται μια προσπάθεια να ξαναζωντανέψει η μορφή και το έργο της Στέλλας Βουρδουμπά, μιας γυναίκας που αφιέρωσε όλη τη ζωή της στη μετάφραση μεγάλων λογοτεχνικών κειμένων και για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα παρόλο το σημαντικό μεταφραστικό της έργο. Τη Στέλλα Βουρδουμπά όπως γράφω στο επίμετρο το βιβλίου τη γνώρισα στην παιδική μου ηλικία.

Ξεκινάτε τη νουβέλα με τη ζωή της Στέλλας Κ στα Χανιά των αρχών του 20ου αιώνα, μας ταξιδεύετε στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, την κατοχική και μεταπολεμική Ελλάδα και καταλήγετε στα Εξάρχεια και την Κηφισιά. Ένα πνεύμα ελεύθερο, που ρούφηξε τη ζωή. Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στον κανόνα για τη γυναίκα της τότε εποχής. Πιστεύετε πως η καταγωγή της που κρατά από την Πόλη και η μητέρα της η Ζωή, ήταν η βασική αιτία της ελευθερίας και της πνευματικής ανάπτυξης της;

Δεν είμαι σίγουρη για αυτό. Η χειραφέτηση των γυναικών είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου με τις Αγγλίδες να αποκτούν δικαίωμα ψήφου ήδη από το 1918. Αλλά και η δικιά μας Μαρία Πολυδούρη που γεννήθηκε το 1902 και βρίσκεται ηλικιακά κοντά με τη Στέλλα Βουρδουμπά, μετοικεί το 1926 στο Παρίσι για να εργαστεί ως μοδίστρα, όπως και η Λιλίκα Νάκου, στην οποία γίνεται αναφορά στο βιβλίο, και η οποία σπούδασε φιλολογία στη Σορβόννη και εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους. Αυτά είναι μόνο δύο παραδείγματα από τα πολλά. Όπως σωστά λέτε δεν είναι το σύνηθες αλλά όχι και σπάνιο. Η Ευρώπη άνοιξε ορίζοντες σε πολλές γυναίκες εκείνης της εποχής, κυρίως αστές, που είτε έγιναν γνωστές μέσω του έργου τους και της κοινωνικής προσφοράς τους, είτε ξεχάστηκαν, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους, δημιουργώντας οικογένεια ή λαμπρύνοντας με την παρουσία τους φιλολογικούς κύκλους και σαλόνια της εποχής.

Η Μαρία, που την είχε η Στέλλα ως κόρη, καταγόμενη από την Πελοπόννησο, σπούδασε δασκάλα, το πιο συνηθισμένο επάγγελμα για εκείνη την εποχή, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της γιατί οι σπουδές ήταν μια άχρηστη αποσκευή για μια γυναίκα, τους απασχολούσε τι θα πει ο κόσμος. Σκόπιμα δημιουργήσατε αυτόν το χαρακτήρα στο βιβλίο σας;

Ναι, ο χαρακτήρας δημιουργήθηκε σκόπιμα για να παρουσιάσει την ανάγκη των νέων ανθρώπων εκείνης της εποχής για πρόοδο, για βελτίωση των βιοτικών συνθηκών τους, αλλά και για μάθηση. Η Μαρία όμως εξυπηρετεί και άλλες ανάγκες του βιβλίου και διευκολύνει τον «εκπαιδευτικό» αν μου επιτρέπεται η έκφραση χαρακτήρα του.

Μέσα στη νουβέλα σας, μας γνωρίζετε μια άλλη Αθήνα, με αυλές, δωμάτια, όπου νοίκιαζαν οι φτωχοί εσωτερικοί μετανάστες. Υπήρχε όμως η ανθρωπιά, η επικοινωνία, η αγάπη. Σήμερα ζούμε την απομόνωση με όλες τις συνέπειες της, όπως ο φόβος για το άγνωστο που αυτή την Αθήνα γνωρίζει η νεότερη γενιά. Νοσταλγείτε αυτή την Αθήνα;

Κυρία Παπαδημητρίου δε νοσταλγώ την παλιά Αθήνα, νοσταλγώ όμως όπως πολύ σωστά λέτε μια πιο ανθρώπινη, βιώσιμη Αθήνα. Αυτή τη στιγμή όλες οι περιοχές γύρω από την Ομόνοια και κάτω από την Πατησίων παρουσιάζουν τριτοκοσμικές καταστάσεις με μερικές χιλιάδες ανθρώπους να ζουν τον απόλυτο εξευτελισμό είτε πρόκειται για εξαρτημένους σε ουσίες νέους, είτε ηλικιωμένους και μετανάστες. Αυτά μας πονούν αλλά και πολλά άλλα όπως για παράδειγμα η έλλειψη σεβασμού στην πολιτιστική κληρονομιά της πόλης και η έλλειψη πρασίνου και φροντίδας στους δημόσιους χώρους.

Γράφετε στη σελίδα 81, για την εποχή της κατοχής, πως υπήρχε πείνα βιολογική, συναισθηματική και πνευματική. Κι όμως, παρά τη βιολογική πείνα, ο κόσμος αναζητούσε αποκούμπι στα βιβλία και τις λέξεις. Μήπως σήμερα, που λίγο ή πολύ δεν έχουμε βιολογική πείνα, βλέπουμε ότι υστερούμε στην πνευματική, παρά τα χιλιάδες βιβλία που εκδίδονται κάθε χρόνο;

Πολύ σωστά, ο κόσμος τώρα αναζητά άλλα πράγματα. Έχει τόσο αλλάξει η καθημερινότητα του που το διάβασμα αλλά και γενικότερα οποιαδήποτε ουσιαστική ενασχόληση με τη βελτίωση του εαυτού έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Γενικότερα η περίοδος της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα υπήρξε μια από τις πιο πλούσιες σε ανταλλαγή απόψεων ιδεών αλλά και εκδοτικών επιτευγμάτων.

Αναφέρετε ονόματα μεταφραστών όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, Βάσως Δασκαλάκη και Άρης Δικταίος. Με ποια κριτήρια επιλέγει σήμερα ο κόσμος ξένη λογοτεχνία; Το όνομα του μεταφραστή είναι η πρωταρχική επιλογή για να προτιμηθεί ένα βιβλίο;

Εκείνη την εποχή πολύ λιγότερο από σήμερα. Οι μεταφράσεις που κυκλοφορούσαν μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ’70 στερούσαν σημαντικά σε ποιότητα σε σχέση με τη σημερινή μεταφραστική παραγωγή. Ακόμη και τα μεγαλύτερα ονόματα στον χώρο της μετάφρασης όπως πχ. ο Άρης Δικταίος μας έχουν δώσει αληθινά μεταφραστικά διαμάντια, αλλά και βιβλία πολύ κακά. Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο δε στήριζε ούτε τις επιλογές τους, ούτε τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Σήμερα που οι προτάσεις είναι πολλές, το όνομα του μεταφραστή παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του βιβλίου. Μας δίνεται η δυνατότητα να ξαναγνωριστούμε ακόμη και με μεγάλους κλασσικούς συγγραφείς από την αρχή. 

Η Στέλλα Κ ήταν πραγματικό πρόσωπο που ζούσε στον οικογενειακό σας κύκλο. Σας ενέπνευσε να ακολουθήσετε τον δρόμο της συγγραφής;

Σίγουρα η επαφή με πνευματικούς ανθρώπους στην παιδική μου ηλικία με επηρέασε σημαντικά. Το παράδοξο είναι ότι για χρόνια πολλά η μνήμη της Στέλλας Βουρδουμπά είχε σβήσει, ενώ την καθοριστική επιρροή της στη διαμόρφωση της πορείας μου τη συνειδητοποίησα μετά το τέλος της πρώτης γραφής του βιβλίου, όταν σε επίσκεψη μου στην Εθνική Βιβλιοθήκη αναγνώρισα μεταφράσεις βιβλίων που πίστευα ότι δεν είχα διαβάσει ποτέ.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;

Με τα τόσο χαμηλά ποσοστά αναγνωστών, οτιδήποτε προωθεί τη φιλαναγνωσία, την προβολή συγγραφέων και εκδοτών, μόνο σε σωστή κατεύθυνση μπορεί να είναι και σας ευχαριστούμε για αυτό.

Είναι τελικά έρωτας ή πάθος η συγγραφή και η μετάφραση;

Όλα αυτά και άλλα τόσα ή όπως ωραία λέει ο Νικήτας Σινιόσογλου, και ο «Καρπός της ασθένειας μου»!

Ευχαριστώ κυρία Μαθιουδάκη για τον χρόνο σας και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο!

"Απόψε ήμουν κουρασμένη. Το κείμενο δεν έρεε και πλάγιασα νωρίς. Κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως, έχοντας μ' έναν περίεργο τρόπο επίγνωση της πραγματικότητας. Ήξερα ότι βρισκόμουν στο γνωστό σκληρό ντιβάνι μου με τη μεγάλη λακκούβα στη μέση του σουμιέ, λίγο πιο βαριά από ό,τι συνήθως, σκεπασμένη με την παλιά στρατιωτική κουβέρτα, όπως τα είχε σκεπάσει όλα η λησμονιά· η στάχτη τα απολιθώματα" (σ. 123).

Δημοσιεύθηκε στο Bookia