"Ο καταπιόνας της Ιστορίας" - Ο Βασίλης Καλαμαράς μιλάει για το βιβλίο "Πατρίδα ξένη" της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

kalamaras

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά
Δημοσιογράφος - κριτικός βιβλίου-συγγραφέας


Το μυθιστόρημα «Πατρίδα ξένη» της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, γιατί δεν αποπειράται να επικεντρωθεί στα ίδια τα γεγονότα, αφήνοντας στο περιθώριο τα δρώντα υποκείμενα. Χειρίζεται την Ιστορία ως το έδαφος, το γενεσιουργό της λογοτεχνικής γραφής, όπου φυτεύει τρεις παράλληλες αφηγήσεις. Αν δε φαντασθούμε το βιβλίο ως μία θεατρική σκηνή πάνω στην οποία αναπαρίσταται ο νεοελληνικός βίος της τελευταίας πεντηκονταετίας. Τότε σ’ αυτή την περίπτωση, μπαινοβγαίνει από το παρασκήνιο, άλλοτε ως πρωταγωνιστής κι άλλοτε ως υποβολέας, ο αγωνιστής της Δημοκρατίας και θείος της συγγραφέα, ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Δ. Παπαδημητρίου, γνωστός με το προσωνύμιο μπαρμπά-Γάκιας.

Κλήθηκα να μιλήσω ως επιμελητής του βιβλίου, αλλά δεν σας κουράσω αναφερόμενος στο εργαστήρι της συνεργασίας μας με την Μάγδα. Γιατί απλούστατα δεν στήθηκε ένα εργαστήρι, με την έννοια δασκάλου και μαθητή. Συναντήθηκαν δύο ενήλικες δημιουργοί που ό,τι είχαν να μάθουν, το είχαν μάθει, αλλά έπρεπε να ξεμάθουν αυτά που είχαν μάθει, για να καταφέρουν να συνεργαστούν. Και συνεργαστήκαμε, κατά ομολογία αγαστά, χωρίς έριδες κι αντιπαλότητες, γιατί πρυτάνευσε η αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος. Εάν, όμως, θέλετε να μάθετε τι παίχτηκε πίσω από τις κουΐντες, να σας αποκαλύψω ότι έχετε μπροστά σας τον νονό του βιβλίου.


Αφ' ης στιγμής η εμπλοκή σου είναι για τα καλά δεμένη με το βιβλίο της Μάγδας είναι δύσκολο να μιλήσεις κριτικά, δηλαδή αποστασιοποιημένα. Αλλά θα το προσπαθήσω. Λοιπόν το βιβλίο που θα κρατήσετε σε λίγο στα χέρια σας, έχει σημείο εκκίνησης το 1935 και κατηφορίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά ώς το 1975, οπότε ξυπνάει από τον ύπνο της η Δημοκρατία, μετά την επταετή ναρκωτική ένεση της δικτατορίας. Γι' αυτό, η «Πατρίδα ξένη» προτείνω να διαβαστεί ως ένα εθνεγερτήριο σάλπισμα, χωρίς κανενός είδους εθνικισμό, αλλά γερά προσδεδεμένο στους αγώνες του ελληνικού λαού.


Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι οικογένειες του Εβραίου εμπόρου Ζαχαρία Ναχμία, του ταγματασφαλίτη Κοσμά Ξυπολυτέα και του αρχειομαρξιστή δικηγόρου Αλέξανδρου Ντούβα, βράζει σαν καζάνι πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών, που με καύσιμη ύλη τους ντόπιους και ξένους προστάτες και με προσανάμματα τον φασισμό και τον ναζισμό. Όσο κι αν αυτή η μεταφορά εγκολπώνεται την εικονοκλασία μιάς άλλης εποχής, ωστόσο δεν ξεθώριασε, μετά την έλευση των υπολογιστών και του διαδικτύου.


Η Ελλάδα παραμένει και σήμερα να κουβαλάει τα χαρακτηριστικά από τα κακοφορμισμένα τραύματα του μετα-οθωμανικού κράτους που τα ζούμε ακόμη σήμερα με τους ασύλληπτους εγκληματίες των καρβουνιασμένων δασών. Η ατομική ιδιοκτησία τις παραμονές της ένταξης της στο Εθνικό Κτηματολόγιο, δείχνει το παιχνίδι που παίχτηκε με το πρόβλημα της νομιμοποίησης των γαιών, καθώς πάνω σ' αυτό το αθεράπευτο τραύμα, επιβλήθηκε η μετεμφυλιακή κοινωνική ομάδα των οικοπεδοφάγων και των συνεργατών τους. Το αντικομμουνιστικό και αντιδημοκρατικό μάτι του μεταπολεμικού κράτους στην εξακολουθητικά ρημαγμένη ελληνική επαρχία-διαπλασιασμένο κακό αντίγραφο της πολυκατοικιούπολης Αθήνας.


Κεντρικός τόπος του μυθιστορήματος, το προπολεμικό και μεταπολεμικό Αγρίνιο, η πρωτεύουσα της νότιας Ελλάδας στην καλλιέργεια καπνού, με μια διαμορφωμένη αστική και μεσοαστική τάξη των εμπόρων και των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και των αγροτών και των εργατών που απασχολούνται κυρίως στις καπνοκαλλιέργειες. Αν θεωρήσουμε την πρωτεύουσα της Αιτωλοακαρνανίας, το κέντρο του μυθιστορήματος, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο τόμος μαρτυρίου του Άουσβιτς, αλλά και ο τόπος φιλοξενίας των προσφύγων του Εμφύλιου, το Κροστσιένκο, μια μεταιχμιακή πόλη στα σύνορα Πολωνίας και Ουκρανίας είναι οι δορυφόροι που περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή και συνεισφέρουν δραματικά στην εξέλιξη της μυθιστορηματικής αφήγησης.


Η Μάγδα τακτοποιεί τα δρώμενα, προτού ανάψει φωτιά και τα παραδώσει όλα στον καταπιόνα του θηρίου που ονομάζεται Ιστορία και μπροστά της δεν μπορούν οι άνθρωποι παρά να αφεθούν στην αχορτασιά της. Ναι, με εντιμότητα η συγγραφέας καταγράφει κι αποτυπώνει όλα τα πολιτικά ρεύματα ενός δύσκολου αιώνα, χωρίς να αποκρύπτει ότι το λαϊκό κίνημα γεννήθηκε από την βάση των διεκδικήσεων, όπως οι απεργίες των Αγρινιωτών καπνεργατών. Οι τελευταίοι δεν είναι καλοί, ούτε κακοί, ούτε όλοι ορθόδοξοι σοβιετικοί κομμουνιστές. Γι' αυτό ο ήρωας της, ο Αλέξανδρος Ντούβας, μιλάει από την σκοπιά της αίρεσης των αρχειομαρξιστών.


Το μυθιστόρημα παρά την πύρινη γλώσσα του ξεδιψάει μέσα στον πόνο των κυνηγημένων, των εκτοπισμένων, των αντιστεκόμενων, όλων αυτών που στέκονται απέναντι στην εξουσία που δεν έχει όνομα, όταν είναι επικυρίαρχη. Μ' αυτή πολεμάει στις 365 σελίδες του, γιατί ο πόνος και η οδύνη που προκαλεί πηγάζουν από τις πιό καθάριες πηγές της Δημοκρατίας. Η εποχή αυτή επανέρχεται στο προσκήνιο του διαλόγου, ως συγκρουσιακή τακτική των δύο άκρων, καθώς ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται τις αποχρώσεις, αλλά προσπαθώντας να μαυρίσει το λευκό και να λευκάνει το μαύρο.


Σ' ένα αποχρωματισμένο κόσμο της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη δεν υπογράφει λύσεις σωτήριες και σωτηριολογικές. Βγαλμένη από την φωτεινή αγκάλη του θείου της Γιώργου Παπαδημητρίου, ζητάει το ελάχιστο: το κοινοβούλιο να μην μετατραπεί εις φωλεά εχιδνών με βουλευτικόν μανδύα.